Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2023

Είμαι ο Στέφανος και έχω ΣΕ ΟΛΟΥΣ κάτι να σας πω…



👉 Η Μεταπολίτευση τελείωσε.

👉 Ο τρόπος που σκεπτόμαστε και πράττουμε πολιτικά άλλαξε.

👉 Η στατική προσέγγιση στην πολιτική είναι το χθες.

👉 Η μονοθεματική αναπαραγωγή των κοινωνικών προταγμάτων των τελευταίων 50 χρόνων έχει ξεπεραστεί από την κοινωνία.

👉 Χωρίς συναισθηματισμούς και πολιτικές υποχρεώσεις ή συγγένειες, με όρους κοινωνίας θα αλλάξω την πολιτική πραγματικότητα στον ΣΥΡΙΖΑ.

👉 Δε σας κουνώ το δάχτυλο, ούτε υποτιμώ την πολιτική σας συγκρότηση, απλώς δίνω τις απαντήσεις της γενιάς μου σε έναν κόσμο που καλπάζει και αλλάζει, σε ένα κόσμο που εγώ καταλαβαίνω.

Αυτά είπε με τη στάση του ο λαμπερός κ. Κασσελάκης και η κοινωνία τον άκουσε. Οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ είδαν σε εκείνον την αυθόρμητη προσέγγιση στην πολιτική. Τον άνθρωπο που μίλησε στην ψυχή τους, χωρίς πολιτικούς όρους, χωρίς ιδεολογική νόρμα. Απλά, κατανοητά, ανεπιτήδευτα. Όπως θα έπρεπε να είναι η πολιτική. Με όρους συναισθηματικής νοημοσύνης, προκάλεσε το σύστημα και απέδειξε πως μπορεί να αποσυντονίσει τους μηχανισμούς, να αποκαθηλώσει εκείνους που ένιωθαν εικονίσματα της Αριστεράς και αναπαρήγαν την προσωπική τους γνώμη ως άποψη και ανάγκη της κοινωνίας.

Ο κ. Κασσελάκης με την σαρωτική του εμφάνιση στα πολιτικά πράγματα της χώρας έκανε σαφές ότι μπορεί να υπάρξει πολιτική ζωή περά από τον δικό μας ορίζοντα. Με την παραίτηση του κ. Αλ. Τσίπρα, όταν άνοιξε η κουβέντα της διαδοχής, κανείς μας δεν έβαζε στο κάδρο τον κ. Κασσελάκη, οι σκέψεις μας περιορίζονταν στα πρωτοκλασσάτα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, εκείνα που κατά κανόνα η κοινωνία ξεπέρασε στις προηγούμενες εκλογές.

Η υποψηφιότητα Κασσελάκη στέλνει πολλαπλά μηνύματα στους πολιτικούς. Κάνεις δεν είναι δεδομένος, αρκεί ένα φύσημα για να έρθει το τσουνάμι, με fast track διαδικασίες σε ένα ταχύτατα μεταβαλλόμενο κόσμο μπορεί η εικόνα να αλλάξει και ο ΣΥΡΖΙΑ από «ημιθανής και πολιτικά αδιάφορος» να επανεκκινήσει ξεχνώντας το αποτέλεσμα των εκλογών.


Δε γνωρίζω αν ο κ. Κασσελάκης θα εκλεγεί ή αν θα είναι καλός πολιτικός, αν κάνει για τη δουλειά ή όχι, το μόνο που γνωρίζω είναι πως η πολιτική αλλάζει πίστα. Η περίοδος όπου κάθε νέα είσοδος στην πολιτική, αν δεν είχε την έγκριση της κομματικής νομενκλατούρας απαξιωνόταν, χλευαζόταν και εν τέλει συνθλιβόταν για να μην απειλήσει την καθεστηκυία τάξη, τελείωσε. Η ανεμπόδιστη επαφή με τους πολίτες μπορεί να αλλάξει ένα κόμμα ταχύτερα από συνέδρια και συνδιασκέψεις. Η πολιτική άλλωστε, είναι η τέχνη του εφικτού και μπορεί να υπηρετηθεί καλύτερα από τους τολμηρούς που δεν θα φοβηθούν να τα βάλουν με όσους μας θέλουν καθηλωμένους …

 

Δημοσίευση: Εφημερίδα 'ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ', Σάββατο 23 Σεπτεμβρίου 2023, σ.23

Τετάρτη 9 Αυγούστου 2023

Περιφερειακή διοίκηση, μία ακόμη χαμένη ευκαιρία;


Μόλις πριν από 13 χρόνια η μεταρρύθμιση «Καλλικράτης» καθιέρωνε την Περιφέρεια ως το δεύτερο βαθμό αιρετής τοπικής αυτοδιοίκησης, με ιδιαίτερες προσδοκίες, σε μια χώρα που δεν φανταζόταν τι επακολουθούσε. Οι προσδοκίες της κυβέρνησης που πίστευε στη μεταρρύθμιση, ήταν υψηλές και ο χαρακτηρισμός «μικρός πρωθυπουργός» απέδιδε τις προθέσεις του Γιώργου Παπανδρέου, αλλά δε φάνηκε να πείθει τα κεντρικά πολιτικά στελέχη να αφήσουν την κεντρική διοίκηση για την τοπική αυτοδιοίκηση. Έτσι με μερικές εξαιρέσεις, οι έως τότε νομάρχες έγιναν υποψήφιοι περιφερειάρχες.

Στη σύλληψή της η μεταρρύθμιση ήταν πραγματική τομή για την Ελλάδα. Αν είχε υλοποιηθεί όπως προβλεπόταν, η χώρα θα είχε αλλάξει, (θυμίζω ότι έσοδα από το ΦΠΑ για παράδειγμα, προορίζονταν ως πόρος στις περιφέρειες, ενώ μέχρι και η διοίκηση των νοσοκομείων ήταν στις προβλεπόμενες αρμοδιότητες).

Δυστυχώς όμως και στην περίπτωση των περιφερειών μια μεγάλη μεταρρύθμιση χάθηκε στις μυλόπετρες του πολιτικού συστήματος. Οι λόγοι πολλοί, με κυριότερο την αδυναμία των αιρετών περιφερειαρχών να είναι περιφερειάρχες και όχι κομματικοί τοπάρχες, αλλά και της κεντρικής διοίκησης να στερηθεί αρμοδιότητες υπέρ της αυτοδιοίκησης.

Το πολιτικό προσωπικό που κατά τεκμήριο διεκδικεί την αιρετή αυτή θέση, προέρχεται συνήθως από το κάτω ράφι και επιλέγεται με κριτήρια συντήρησης της τοπικής πολιτικής ισορροπίας και σχεδόν ποτέ βάσει των δυνατοτήτων του να εκπονήσει πολιτικές για την περιφερειακή ανάπτυξη.

Σπάνια κεντρικό πολιτικό στέλεχος θα επιλέξει την κάθοδο στην περιφέρεια, καθώς κατά τεκμήριο η αυτοδιοίκηση θεωρείται πολιτική υποβάθμιση ή αναγκαία «αγγαρεία» για την είσοδο στην κεντρική πολιτική σκηνή.

Μόνη ίσως εξαίρεση η περιφέρεια Αττικής, όπου η εκλογική διαδικασία μετατρέπεται σε πολιτική μάχη, επιβράβευσης ή αποδοκιμασίας της κυβέρνησης. Έτσι η Αττική δίνει και τον πολιτικό τόνο, έχοντας αλλάξει τρεις περιφερειάρχες στις ισάριθμες αναμετρήσεις (ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ) εκφράζοντας την περιρρέουσα πολιτική ατμόσφαιρα.

Η περιφερειακή αυτοδιοίκηση έχει έως σήμερα καταφέρει να περάσει κάτω από το ραντάρ, κυρίως λόγω της ασάφειας των αρμοδιοτήτων της στην αντίληψη των πολιτών και να θεωρείται δεύτερης τάξης ψήφος, γεγονός που πολλές φορές την απαλλάσσει από την κριτική ή τη λογοδοσία. 

Χωρίς αμφιβολία, η περίπτωση των περιφερειών αναδεικνύει και την πολιτική μας ανωριμότητα. Ενώ επί της αρχής υπερθεματίζουμε αναφερόμενοι στην αρχή της επικουρικότητας (την άσκηση διοίκησης το δυνατόν εγγύτερα στον πολίτη), όταν πρόκειται να αναθέσουμε στις περιφέρειες σημαντικές αρμοδιότητες κωλυσιεργούμε. Η επιλογή αυτή είναι ξεκάθαρα πολιτική και με ιδεολογικό πρόσημο.

Η αιρετή περιφέρεια θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά. Στις πρόσφατες φωτιές η δεδομένη ευθύνη της υποβαθμίστηκε, όπως και οι αρμοδιότητές της τα τελευταία χρόνια. Στις εκλογές του Οκτωβρίου νομίζω πως δίδεται στη χώρα μια ευκαιρία να αξιοποιηθεί το πολιτικό εργαλείο της περιφερειακής διοίκησης. Είναι στο χέρι των πολιτών να ψηφίσουν ικανούς περιφερειάρχες και στη διάθεση της κεντρικής κυβέρνησης να αφήσει την περιφερειακή αυτοδιοίκηση να δείξει τι μπορεί να κάνει.

 

Δημοσίευση: Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 7/8/2023, σ. 12

Πέμπτη 29 Ιουνίου 2023

Οι επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ έριξαν τον πήχυ

 


Έχουν περάσει εννέα χρόνια από τότε που ο κ. Αλέξης Τσίπρας μιλούσε για δυσαρμονία ανάμεσα στη θέληση του λαού και τις επιλογές της κυβέρνησης, που υπό όρους παραβίαζε την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Ο νέος τότε, αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, απηύθυνε προσκλητήριο στους δυσαρεστημένους από τα Μνημόνια Έλληνες και επιβεβαίωνε ότι η Αριστερά μπορεί να αφουγκράζεται την κοινωνία και να μιλά εξ ονόματός της, να δημιουργεί κοινωνικό ρεύμα και να καβαλά το κύμα της ανανέωσης.

Την περιχαρή νίκη του 2015, μετά από τεσσερισήμισι χρόνια διακυβέρνησης διαδέχθηκε η περίλυπος ήττα του 2019 και μία ακόμη πιο επώδυνη τον περασμένο Μάιο. Η πολιτική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ ανέδειξε την ανεπάρκεια της Αριστεράς και την πλάνη της τελευταίας πεντηκονταετίας. Φάνηκε πως τελικά η Αριστερά επέλεξε να κινηθεί σε ένα παράλληλο σύμπαν που δεν συναντιέται με την κοινωνία. Χωρίς βάθος σκέψης για το ελληνικό πρόβλημα έμεινε σε ιδεολογήματα που την αποξένωσαν από τους πολίτες.

Η συνειδητοποίηση που έπρεπε να είχε έρθει το 2019, ήρθε ακαριαία τη νύχτα της 21ης Μαΐου και ανέδειξε την στρεβλή ανάλυση της πραγματικότητας. Εκείνοι που ισχυρίζονταν ότι μιλούσαν εκπροσωπώντας αυθεντικά την κοινωνία, προσπαθούσαν να επιβάλλουν την άποψή τους ως γνώμη της κοινωνίας.

Το κρισιμότερο όμως όλων είναι πως η ΝΔ το Μάιο, συγκέντρωσε ποσοστό που προσέγγιζε το άθροισμα των υπολοίπων κομμάτων που μπήκαν στη Βουλή. Η πολιτική αυτή επιλογή δεν προέκυψε από ιδεολογική ταύτιση αλλά ως συνειδητή προτίμηση μεταξύ του χάους και μιας υποφερτής διακυβέρνησης.

Στη φάση αυτή η πρόκληση για την κοινωνία είναι ποια προσωπικότητα θα κατορθώσει στην επόμενη τετραετία να αναδειχθεί ως η φυσική ηγεσία της αντιπολίτευσης και θα κάνει την επανεκκίνηση. Ο κ. Αλ. Τσίπρας βαρύνεται με την αποξένωση των κεντρώων και κεντροαριστερών ψηφοφόρων από τις πολιτικές διαδικασίες και κυρίως για την υποβάθμιση των θεσμικών θεμάτων στην ιεράρχηση των κριτηρίων ψήφου.

Οι επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ, έριξαν τον πήχυ, εγκλώβισαν το πολύ δυναμικό κοινό των κεντρώων ψηφοφόρων στην παραίτηση από το πολιτικό όνειρο, από τα μεγάλα και τα οραματικά και το οδήγησαν στην συμπόρευση με τις δυνάμεις που αρκούνται στα πρόσκαιρα και τα ελάχιστα αναγκαία, δηλαδή, στη διεκπεραίωση της καθημερινότητας.

Τρίτη 21 Ιουνίου 2022

 


Μην πληγώνουμε τη Δημοκρατία με τακτικισμούς

 

Οι πρόωρες εκλογές είναι θεσμική εκτροπή, ακριβώς γιατί δεν είναι πια η εξαίρεση αλλά ο κανόνας. Έχουν πολλάκις εργαλειοποιηθεί από τους πρωθυπουργούς στα ύστερα χρόνια της Μεταπολίτευσης, κυρίως όταν οι πρωθυπουργοί δεν είχαν την πολιτική επάρκεια να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα ή την πολιτική ωριμότητα και τα δημοκρατικά αντανακλαστικά να αποδεχθούν τις συνέπειες των επιλογών τους και να εξαντλήσουν την τετραετία.

Οι πρόωρες εκλογές θα ήταν λύση αν προσέφευγε σε αυτές κάποιος πρωθυπουργός προκειμένου να βγάλει τη χώρα από μια στενωπό ή να αντιμετωπίσει μία κρίσιμη κατάσταση στο χρόνο που υπολείπεται για τη λήξη της τετραετίας και όχι για να πετύχει την ανανέωσή της.

Παρά το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός δήλωσε πως «πάντα συντρέχουν λόγοι για πρόωρες εκλογές και πολύ περισσότεροι για εκλογές στο τέλος της τετραετίας», αν τελικά διεξαχθούν πρόωρα, θα έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Κατά κανόνα όταν οι πρόωρες εκλογές διεξάγονται υπό τη δαμόκλειο σπάθη ενός σημαντικού εθνικού θέματος (λ.χ. σχέσεις με γειτονικές χώρες ή μεγάλες φυσικές καταστροφές), ευνοούν την απερχόμενη κυβέρνηση, η οποία προφασιζόμενη πολιτική κρίση εγείρει τον φόβο και εκείνα τα αντανακλαστικά των πολιτών που τους κάνουν να μην επιδιώκουν πολιτική αλλαγή, αλλά σταθερότητα.

Οι επόμενες εκλογές, όποτε κι αν γίνουν, θα γίνουν με απλή αναλογική, η οποία αναμένεται να προκαλέσει φυγόκεντρες τάσεις στα μεγάλα κόμματα (Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ). Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα μπορούσε να αναδείξει σε πολιτικό παίχτη και οιονεί κυβερνητικό εταίρο κάποιο από τα μικρότερα κόμματα, με το ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝ.ΑΛ. να έχει σαφές προβάδισμα για αυτή τη θέση και τα κόμματα στις από τα δεξιά παρυφές της Ν.Δ., να διεκδικούν ρυθμιστικό ρόλο στο χώρο της δεξιάς μεσοτοιχίας.

Με την προκήρυξη πρόωρων εκλογών το αφήγημα της αναγκαίας για την οικονομία και την κοινωνία πολιτικής σταθερότητας θα καταρρεύσει και η ρητορική του ανολοκλήρωτου κυβερνητικού προγράμματος θα είναι κενό γράμμα. Οι πολίτες θα χάσουν την εμπιστοσύνη τους στην πολιτική και η συνέπεια του πολιτικού λόγου θα γίνει ανάμνηση.

Δεν ξέρω τι θα φέρει η πολιτική πραγματικότητα, αλλά, αν Δημοκρατία είναι η μεγαλύτερη ιδέα του κόσμου, αν είναι ό,τι μας ενώνει και καθιστά αυτή τη χώρα ένα μεγάλο έθνος, καλό θα ήταν να μην την πληγώνουμε με τακτικισμούς. Αυτό που κατάφεραν τα τελευταία χρόνια οι πρόωρες εκλογές ήταν, αντί για λύσεις, να φέρουν λιγότερη Δημοκρατία!

 

Δημοσίευση: Εφημερίδα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ», 18/6/22, σελ. 7

Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2017

Αναζητούν πολιτική στέγη και ηγέτη


Οι ψηφοφόροι του πάλαι ποτέ κραταιού ΠΑΣΟΚ 


Η οικονομική κρίση που περνά τα τελευταία χρόνια η χώρα έφερε στην επιφάνεια μεταξύ άλλων την ατελή εξέλιξη του πολιτικού συστήματος της Μεταπολίτευσης. Η έλλειψη πόρων ανέδειξε τις παθογένειες της πολιτικής και την χαμηλής πολιτικής ωριμότητας κρίση των πολιτών. 

Πολίτες που στην πλειοψηφία τους αρέσκονται στο να εθελοτυφλούν και να κρίνουν από το τραγούδι της εκάστοτε πολιτικής σειρήνας, διότι έτσι έμαθαν. Άνθρωποι που πιστεύουν ότι στη ζωή τα πράγματα γίνονται με τρόπο και όχι με κόπο καθίστανται εύκολη λεία για τον δημαγωγό που ανέξοδα υπόσχεται. Δοκιμάζουν τη ματαίωση στα μέσα κάθε πολιτικού κύκλου και αναζητούν νέα πολιτική έκφραση. Αυτή είναι η συνήθης περιφερόμενη ομάδα ψηφοφόρων που κρίνει το εκλογικό αποτέλεσμα μια και έχει πειστεί ότι η ιδεολογική συνέπεια δεν της ταιριάζει.
Υπάρχει όμως και μια δεύτερη «φυλή», εκείνη των «ρομαντικών» (;) αμετακίνητων, που έχουν σταθερή πολιτική προτίμηση και εξασφαλίζουν έτσι το βασικό εκλογικό πυρήνα σε μικρά και μεγάλα κόμματα, πάνω στον οποίο τα κόμματα αυτά επιχειρούν να χτίσουν την δύναμή τους και -γιατί όχι- την επικράτησή τους. 

Σε αυτή τη φάση και με δεδομένες τις εξελίξεις στην κεντροαριστερά, είναι, νομίζω, σημαντικό να εστιάσουμε στην ομάδα των ψηφοφόρων που προέρχεται από το πάλαι ποτέ κραταιό ΠΑΣΟΚ και αναζητά πολιτική στέγη. Οι πολίτες αυτοί μπορούν ποσοτικά να προσδιοριστούν στο 8% - 10% του εκλογικού σώματος και να περιγράφουν ως κεντροαριστεροί ή κεντρώοι στην ιδεολογία, δεκτικοί στις μεταρρυθμίσεις και τις μεγάλες αλλαγές που χρειάζεται ο τόπος και χωρίς απαιτήσεις με την έννοια του πελάτη – ψηφοφόρου. Με ευρωπαϊκό προσανατολισμό βλέπουν τη λύση στην επικράτηση της πολιτικής έναντι των αγορών, στο μείγμα δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, στην ύπαρξη κοινωνικού κράτους αλλά και στην οικοδόμηση ενός κράτους με αξίες, που θα συνδράμει τον πολίτη και δεν θα τον εχθρεύεται. Οι ψηφοφόροι αυτοί είναι πια απαλλαγμένοι από το πολιτικό συναίσθημα και αναζητούν ηγέτη. 

Οι υπάρχουσες ηγεσίες δε φαίνεται να τους εκφράζουν, ενώ η μάχη για την αρχηγία στην Κεντροαριστερά δεν φαίνεται προς το παρόν να δίνει απαντήσεις. Τους τελευταίους δύο περίπου μήνες το εγχείρημα αναλώνεται στη συζήτηση των διαδικαστικών και η Επιτροπή που έχει αναλάβει τη διαδικασία αντικαθιστά το κόμμα που δεν υπάρχει και πρόκειται (;) να δημιουργηθεί. Οι υποψήφιοι χαράσσουν προσωπικές στρατηγικές και η κούρσα εξελίσσεται σε πολιτικά καλλιστεία όπου οι δυνητικοί ψηφοφόροι θα επιλέξουν σε ποιον θα δώσουν το «στέμμα». Αν ο υποψήφιος που θα επιλέξουν επικρατήσει, τότε θα βρουν πολιτική στέγη, αν πάλι όχι, η αναζήτηση φοβούμαι ότι θα συνεχιστεί καθώς δεν υπάρχει, όπως στο παρελθόν, συνεκτικός κρίκος ανάμεσα σε εκείνους που θα προσέλθουν στις εκλογές. 

Δημοσίευση: Εφημερίδα "ΤΟ ΠΑΡΟΝ" - Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2017

Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2016

«Έφτασε για τον Αλ. Τσίπρα η ώρα της κρίσης»




Οι δημοσκοπήσεις έχουν πέσει τόσες φορές έξω, εδώ και αλλού, όμως εξακολουθούμε να τις χρησιμοποιούμε σαν βασικό εργαλείο πολιτικής ανάλυσης. Δεν είναι κάπως αντιφατικό αυτό;

Η δημοσκόπηση είναι εργαλείο πολιτικής ανάλυσης και όχι πρόβλεψης εκλογικού αποτελέσματος. Καταγράφει την άποψη τη δεδομένη στιγμή που ο ερωτώμενος απαντά στην έρευνα και που συνήθως απέχει χρονικά από τις εκλογές. Η προσφορά της λοιπόν είναι δεδομένη, αλλά μπορεί να ερμηνευθεί και αλλιώς. Όπως οι αρχαίοι Ινδοί επινόησαν τους αριθμούς ως αντίβαρο στην κλίση του ανθρώπου να φιλοσοφεί την κατάστασή του, έτσι και η δημοσκόπηση υπάρχει για να προσγειώνει τις πολιτικές ηγεσίες στην πραγματικότητα. 
Δεν θα διαφωνήσω ότι τα υφιστάμενα δημοσκοπικά εργαλεία έχουν φτάσει στα όριά τους. Η κατάσταση που βιώνουμε σήμερα μπορεί να συνοψιστεί στη φράση «νέο τοπίο - παλιά εργαλεία». Η επιστήμη όμως έχει ήδη αντιδράσει και νέες μέθοδοι αναπτύσσονται και στο εξής θα εφαρμόζονται. Απλώς τώρα δεν είναι ώριμες αρκετά για να γίνουν μέρος της καθημερινότητας μας. Αφορούν «βαριά» μαθηματικά και στατιστική που ακόμη και πολλοί επαγγελματίες τους κλάδου δεν θα μπορούσαν να καταλάβουν. Για την ώρα πορευόμαστε με ό,τι έχουμε και αν κάνουμε λίγη υπομονή, θα ζήσουμε και την εφαρμογή των νέων εργαλείων.


Πόσο ακριβής μπορεί να είναι η αποτύπωση της πρόθεσης ψήφου όταν δεν βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο;

Από λίγο έως καθόλου. Είναι όμως μια ένδειξη, μία τάση, μία πρόθεση μελλοντικής πολιτικής συμπεριφοράς, δεν είναι όμως συμβόλαιο. Μετά την κατάρρευση των κομμάτων και την απουσία πολιτικών συναθροίσεων στην Ελλάδα, η δημοσκόπηση έχει εσχάτως αποκτήσει και έναν άλλο ρόλο: είναι ο υποδοχέας της δυσαρέσκειας των πολιτών. Μπορεί να δρα εκτονωτικά και αποσυμπιεστικά στους φορτισμένους καθημερινά πολίτες. Είναι μια ευκαιρία να πουν το παράπονό τους.
Η εμμονή στην ερμηνεία και ανάλυση της ερώτησης της πρόθεσης ψήφου έχει προκύψει από τη δημοσιογραφική προσέγγιση των ερευνών γνώμης. Υπάρχουν τόσα άλλα στοιχεία που καταγράφονται και που μπορούν να δώσουν πλούτο πληροφοριών για την κατάσταση της κοινωνίας. Αν αυτά τα στοιχεία αναλύονταν, θα μπορούσαν να ανοίξουν επί της ουσίας την πολιτική συζήτηση.

Κατά την εκτίμησή σας είναι αναστρέψιμη η φθορά του ΣΥΡΙΖΑ και του Α. Τσίπρα προσωπικά;

Εξαρτάται. Τι θεωρούμε ανατροπή; Το ενδεχόμενο επανεκλογής, την ανάκαμψη στις δημοσκοπήσεις ή την υλοποίηση πολιτικών που θα ανακουφίσουν την κοινωνία και να φέρουν άλλες μέρες για τη χώρα;
Φοβούμαι πως η γοητεία των υποσχέσεων δεν έχει πλέον πέραση στο εκλογικό σώμα. Όπως δείχνουν τα πράγματα, ο κ. Τσίπρας δε διαφέρει από προηγούμενους πρωθυπουργούς. Έφθασε και για κείνον η ώρα της κρίσης. Η κοινωνική ανοχή στο πρόσωπό του έχει πλέον εξαντληθεί και υπό το κράτος της διάψευσης των προσδοκιών αντιμετωπίζει και αυτός τη φθορά. Ως τώρα έχει χάσει το στοίχημα να επαναπροδιορίσει τη διαβρωμένη σχέση πολίτη – πολιτικής και το πιο οδυνηρό πολιτικά είναι η κοινωνική δυσπιστία απέναντι στις επιδόσεις του.

Σωστά καταλαβαίνω ότι μπορεί η ΧΑ να βγει ενισχυμένη στις επόμενες εκλογές; 

Δεν υπάρχει κάποιο ανάλογο εύρημα. Η Χρυσή Αυγή καταγράφεται σταθερά στην τρίτη θέση στις έρευνες, χωρίς όμως ανοδική τάση και χωρίς να είναι ο βασικός υποδοχέας της δυσαρέσκειας των πολιτών. Νομίζω ότι και με όρους «τιμωρίας του πολιτικού συστήματος» δεν συγκινεί πια. Αναδιπλώνεται απλώς στα ποσοστά των πολιτών εκείνων που τους εκφράζει ιδεολογικά και που δεν είναι λίγοι. 

Έχει βάση η πρόβλεψη ότι η αποχή θα χτυπήσει κόκκινο; 

Η συμμετοχή στις εκλογές εξαρτάται από περισσοτέρους του ενός παράγοντες και κατά τη γνώμη μου καθορίζει την ποιότητα της δημοκρατίας και το επίπεδο ωριμότητας της κοινωνίας. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αποστασιοποίηση του κόσμου από τις κάλπες. Κάποια στιγμή εκφράστηκε ως μόδα, στο πλαίσιο μιας life style προσέγγισης της ζωής. Άλλες φορές προέκυψε από την απαξία των ψηφοφόρων προς τους πολιτικούς, σήμερα έρχεται ως συνέπεια των εξαντλημένων οικονομικά και ψυχολογικά ψηφοφόρων. Εδώ, αν θέλετε, είναι και η ουσία του προβλήματος. Οι πολίτες προτιμούν την αποχή χωρίς να σκέπτονται ότι έτσι ανέχονται, τις επιλογές εκείνων που ψηφίζουν για τις ζωές τους. Διατηρώ την ελπίδα ότι την κρίσιμη ώρα οι πολίτες θα καταλάβουν πως η συμμετοχή στις εκλογές είναι η ελάχιστη πράξη ανατροπής που μπορούν να κάνουν για να αλλάξουν το μέλλον τους.

Η κεντροαριστερά, εκείνο το 44% του ΠΑΣΟΚ το 2009, που βρίσκεται; 

Η κεντροαριστερά δε γνωρίζω ακριβώς που βρίσκεται σήμερα. Για το ΠΑΣΟΚ του 44% μπορώ ενδεχομένως να σας πω. Ένα μικρό κομμάτι συνεχίζει να ψηφίζει ΠΑΣΟΚ αναπολώντας το παρελθόν και συντηρώντας τη μνήμη της ύπαρξής του, ένα μεγάλο κομμάτι «μετακόμισε» οριστικά στο ΣΥΡΙΖΑ και ένα ποσοστό της τάξεως του 10% παραμένει πολιτικά και κομματικά άστεγο. Είναι το ποσοστό εκείνο που απαντά κατά περίπτωση στο δίλημμα των εκλογών και συντηρεί ή ανατρέπει αποτελέσματα μέχρι να βρεθεί ένας πολιτικός φορέας να το εκφράσει και να το συγκινήσει να συμμετάσχει ξανά.


Γιατί τόση πόλωση;

Γιατί όχι; Όταν υπάρχουν προβλήματα που χρειάζονται λύσεις, τα ερωτήματα μπαίνουν διλημματικά. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα έχει χτιστεί στη βάση δύο πόλων, όπως και πολλά ευρωπαϊκά ή το αμερικανικό. Οι Έλληνες από τη φύση μας είμαστε πολιτικά όντα αλλά και βαθιά ατομιστές. Με τις συνεργασίες δεν τα πάμε και τόσο καλά. Απαντούμε καλύτερα και δημιουργούμε περισσότερο όταν το ερώτημα είναι καβαφικής προέλευσης. Όταν καλούμαστε να αποφασίσουμε με ποιους θα πάμε και ποιους θα αφήσουμε.
Όπως λέγει και ο μεγάλος Μανόλης Αναγνωστάκης «Εμπρός λοιπόν: Είστε υπέρ ή κατά; Μιλάτε υπεύθυνα λοιπόν. Έστω με ναι ή όχι. Σ’ εσάς ανήκει η απόφαση.»

Δημοσίευση:  Free Sunday - 2 Οκτωβρίου 2016