Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2023

Είμαι ο Στέφανος και έχω ΣΕ ΟΛΟΥΣ κάτι να σας πω…



👉 Η Μεταπολίτευση τελείωσε.

👉 Ο τρόπος που σκεπτόμαστε και πράττουμε πολιτικά άλλαξε.

👉 Η στατική προσέγγιση στην πολιτική είναι το χθες.

👉 Η μονοθεματική αναπαραγωγή των κοινωνικών προταγμάτων των τελευταίων 50 χρόνων έχει ξεπεραστεί από την κοινωνία.

👉 Χωρίς συναισθηματισμούς και πολιτικές υποχρεώσεις ή συγγένειες, με όρους κοινωνίας θα αλλάξω την πολιτική πραγματικότητα στον ΣΥΡΙΖΑ.

👉 Δε σας κουνώ το δάχτυλο, ούτε υποτιμώ την πολιτική σας συγκρότηση, απλώς δίνω τις απαντήσεις της γενιάς μου σε έναν κόσμο που καλπάζει και αλλάζει, σε ένα κόσμο που εγώ καταλαβαίνω.

Αυτά είπε με τη στάση του ο λαμπερός κ. Κασσελάκης και η κοινωνία τον άκουσε. Οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ είδαν σε εκείνον την αυθόρμητη προσέγγιση στην πολιτική. Τον άνθρωπο που μίλησε στην ψυχή τους, χωρίς πολιτικούς όρους, χωρίς ιδεολογική νόρμα. Απλά, κατανοητά, ανεπιτήδευτα. Όπως θα έπρεπε να είναι η πολιτική. Με όρους συναισθηματικής νοημοσύνης, προκάλεσε το σύστημα και απέδειξε πως μπορεί να αποσυντονίσει τους μηχανισμούς, να αποκαθηλώσει εκείνους που ένιωθαν εικονίσματα της Αριστεράς και αναπαρήγαν την προσωπική τους γνώμη ως άποψη και ανάγκη της κοινωνίας.

Ο κ. Κασσελάκης με την σαρωτική του εμφάνιση στα πολιτικά πράγματα της χώρας έκανε σαφές ότι μπορεί να υπάρξει πολιτική ζωή περά από τον δικό μας ορίζοντα. Με την παραίτηση του κ. Αλ. Τσίπρα, όταν άνοιξε η κουβέντα της διαδοχής, κανείς μας δεν έβαζε στο κάδρο τον κ. Κασσελάκη, οι σκέψεις μας περιορίζονταν στα πρωτοκλασσάτα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, εκείνα που κατά κανόνα η κοινωνία ξεπέρασε στις προηγούμενες εκλογές.

Η υποψηφιότητα Κασσελάκη στέλνει πολλαπλά μηνύματα στους πολιτικούς. Κάνεις δεν είναι δεδομένος, αρκεί ένα φύσημα για να έρθει το τσουνάμι, με fast track διαδικασίες σε ένα ταχύτατα μεταβαλλόμενο κόσμο μπορεί η εικόνα να αλλάξει και ο ΣΥΡΖΙΑ από «ημιθανής και πολιτικά αδιάφορος» να επανεκκινήσει ξεχνώντας το αποτέλεσμα των εκλογών.


Δε γνωρίζω αν ο κ. Κασσελάκης θα εκλεγεί ή αν θα είναι καλός πολιτικός, αν κάνει για τη δουλειά ή όχι, το μόνο που γνωρίζω είναι πως η πολιτική αλλάζει πίστα. Η περίοδος όπου κάθε νέα είσοδος στην πολιτική, αν δεν είχε την έγκριση της κομματικής νομενκλατούρας απαξιωνόταν, χλευαζόταν και εν τέλει συνθλιβόταν για να μην απειλήσει την καθεστηκυία τάξη, τελείωσε. Η ανεμπόδιστη επαφή με τους πολίτες μπορεί να αλλάξει ένα κόμμα ταχύτερα από συνέδρια και συνδιασκέψεις. Η πολιτική άλλωστε, είναι η τέχνη του εφικτού και μπορεί να υπηρετηθεί καλύτερα από τους τολμηρούς που δεν θα φοβηθούν να τα βάλουν με όσους μας θέλουν καθηλωμένους …

 

Δημοσίευση: Εφημερίδα 'ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ', Σάββατο 23 Σεπτεμβρίου 2023, σ.23

Τετάρτη 9 Αυγούστου 2023

Περιφερειακή διοίκηση, μία ακόμη χαμένη ευκαιρία;


Μόλις πριν από 13 χρόνια η μεταρρύθμιση «Καλλικράτης» καθιέρωνε την Περιφέρεια ως το δεύτερο βαθμό αιρετής τοπικής αυτοδιοίκησης, με ιδιαίτερες προσδοκίες, σε μια χώρα που δεν φανταζόταν τι επακολουθούσε. Οι προσδοκίες της κυβέρνησης που πίστευε στη μεταρρύθμιση, ήταν υψηλές και ο χαρακτηρισμός «μικρός πρωθυπουργός» απέδιδε τις προθέσεις του Γιώργου Παπανδρέου, αλλά δε φάνηκε να πείθει τα κεντρικά πολιτικά στελέχη να αφήσουν την κεντρική διοίκηση για την τοπική αυτοδιοίκηση. Έτσι με μερικές εξαιρέσεις, οι έως τότε νομάρχες έγιναν υποψήφιοι περιφερειάρχες.

Στη σύλληψή της η μεταρρύθμιση ήταν πραγματική τομή για την Ελλάδα. Αν είχε υλοποιηθεί όπως προβλεπόταν, η χώρα θα είχε αλλάξει, (θυμίζω ότι έσοδα από το ΦΠΑ για παράδειγμα, προορίζονταν ως πόρος στις περιφέρειες, ενώ μέχρι και η διοίκηση των νοσοκομείων ήταν στις προβλεπόμενες αρμοδιότητες).

Δυστυχώς όμως και στην περίπτωση των περιφερειών μια μεγάλη μεταρρύθμιση χάθηκε στις μυλόπετρες του πολιτικού συστήματος. Οι λόγοι πολλοί, με κυριότερο την αδυναμία των αιρετών περιφερειαρχών να είναι περιφερειάρχες και όχι κομματικοί τοπάρχες, αλλά και της κεντρικής διοίκησης να στερηθεί αρμοδιότητες υπέρ της αυτοδιοίκησης.

Το πολιτικό προσωπικό που κατά τεκμήριο διεκδικεί την αιρετή αυτή θέση, προέρχεται συνήθως από το κάτω ράφι και επιλέγεται με κριτήρια συντήρησης της τοπικής πολιτικής ισορροπίας και σχεδόν ποτέ βάσει των δυνατοτήτων του να εκπονήσει πολιτικές για την περιφερειακή ανάπτυξη.

Σπάνια κεντρικό πολιτικό στέλεχος θα επιλέξει την κάθοδο στην περιφέρεια, καθώς κατά τεκμήριο η αυτοδιοίκηση θεωρείται πολιτική υποβάθμιση ή αναγκαία «αγγαρεία» για την είσοδο στην κεντρική πολιτική σκηνή.

Μόνη ίσως εξαίρεση η περιφέρεια Αττικής, όπου η εκλογική διαδικασία μετατρέπεται σε πολιτική μάχη, επιβράβευσης ή αποδοκιμασίας της κυβέρνησης. Έτσι η Αττική δίνει και τον πολιτικό τόνο, έχοντας αλλάξει τρεις περιφερειάρχες στις ισάριθμες αναμετρήσεις (ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ) εκφράζοντας την περιρρέουσα πολιτική ατμόσφαιρα.

Η περιφερειακή αυτοδιοίκηση έχει έως σήμερα καταφέρει να περάσει κάτω από το ραντάρ, κυρίως λόγω της ασάφειας των αρμοδιοτήτων της στην αντίληψη των πολιτών και να θεωρείται δεύτερης τάξης ψήφος, γεγονός που πολλές φορές την απαλλάσσει από την κριτική ή τη λογοδοσία. 

Χωρίς αμφιβολία, η περίπτωση των περιφερειών αναδεικνύει και την πολιτική μας ανωριμότητα. Ενώ επί της αρχής υπερθεματίζουμε αναφερόμενοι στην αρχή της επικουρικότητας (την άσκηση διοίκησης το δυνατόν εγγύτερα στον πολίτη), όταν πρόκειται να αναθέσουμε στις περιφέρειες σημαντικές αρμοδιότητες κωλυσιεργούμε. Η επιλογή αυτή είναι ξεκάθαρα πολιτική και με ιδεολογικό πρόσημο.

Η αιρετή περιφέρεια θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά. Στις πρόσφατες φωτιές η δεδομένη ευθύνη της υποβαθμίστηκε, όπως και οι αρμοδιότητές της τα τελευταία χρόνια. Στις εκλογές του Οκτωβρίου νομίζω πως δίδεται στη χώρα μια ευκαιρία να αξιοποιηθεί το πολιτικό εργαλείο της περιφερειακής διοίκησης. Είναι στο χέρι των πολιτών να ψηφίσουν ικανούς περιφερειάρχες και στη διάθεση της κεντρικής κυβέρνησης να αφήσει την περιφερειακή αυτοδιοίκηση να δείξει τι μπορεί να κάνει.

 

Δημοσίευση: Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 7/8/2023, σ. 12

Πέμπτη 29 Ιουνίου 2023

Οι επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ έριξαν τον πήχυ

 


Έχουν περάσει εννέα χρόνια από τότε που ο κ. Αλέξης Τσίπρας μιλούσε για δυσαρμονία ανάμεσα στη θέληση του λαού και τις επιλογές της κυβέρνησης, που υπό όρους παραβίαζε την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Ο νέος τότε, αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, απηύθυνε προσκλητήριο στους δυσαρεστημένους από τα Μνημόνια Έλληνες και επιβεβαίωνε ότι η Αριστερά μπορεί να αφουγκράζεται την κοινωνία και να μιλά εξ ονόματός της, να δημιουργεί κοινωνικό ρεύμα και να καβαλά το κύμα της ανανέωσης.

Την περιχαρή νίκη του 2015, μετά από τεσσερισήμισι χρόνια διακυβέρνησης διαδέχθηκε η περίλυπος ήττα του 2019 και μία ακόμη πιο επώδυνη τον περασμένο Μάιο. Η πολιτική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ ανέδειξε την ανεπάρκεια της Αριστεράς και την πλάνη της τελευταίας πεντηκονταετίας. Φάνηκε πως τελικά η Αριστερά επέλεξε να κινηθεί σε ένα παράλληλο σύμπαν που δεν συναντιέται με την κοινωνία. Χωρίς βάθος σκέψης για το ελληνικό πρόβλημα έμεινε σε ιδεολογήματα που την αποξένωσαν από τους πολίτες.

Η συνειδητοποίηση που έπρεπε να είχε έρθει το 2019, ήρθε ακαριαία τη νύχτα της 21ης Μαΐου και ανέδειξε την στρεβλή ανάλυση της πραγματικότητας. Εκείνοι που ισχυρίζονταν ότι μιλούσαν εκπροσωπώντας αυθεντικά την κοινωνία, προσπαθούσαν να επιβάλλουν την άποψή τους ως γνώμη της κοινωνίας.

Το κρισιμότερο όμως όλων είναι πως η ΝΔ το Μάιο, συγκέντρωσε ποσοστό που προσέγγιζε το άθροισμα των υπολοίπων κομμάτων που μπήκαν στη Βουλή. Η πολιτική αυτή επιλογή δεν προέκυψε από ιδεολογική ταύτιση αλλά ως συνειδητή προτίμηση μεταξύ του χάους και μιας υποφερτής διακυβέρνησης.

Στη φάση αυτή η πρόκληση για την κοινωνία είναι ποια προσωπικότητα θα κατορθώσει στην επόμενη τετραετία να αναδειχθεί ως η φυσική ηγεσία της αντιπολίτευσης και θα κάνει την επανεκκίνηση. Ο κ. Αλ. Τσίπρας βαρύνεται με την αποξένωση των κεντρώων και κεντροαριστερών ψηφοφόρων από τις πολιτικές διαδικασίες και κυρίως για την υποβάθμιση των θεσμικών θεμάτων στην ιεράρχηση των κριτηρίων ψήφου.

Οι επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ, έριξαν τον πήχυ, εγκλώβισαν το πολύ δυναμικό κοινό των κεντρώων ψηφοφόρων στην παραίτηση από το πολιτικό όνειρο, από τα μεγάλα και τα οραματικά και το οδήγησαν στην συμπόρευση με τις δυνάμεις που αρκούνται στα πρόσκαιρα και τα ελάχιστα αναγκαία, δηλαδή, στη διεκπεραίωση της καθημερινότητας.