Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015

«Από ΣΥΡΙΖΑ, Ποτάμι, ΠΑΣΟΚ προέρχονται οι αναποφάσιστοι»

Οι πρώτες καταγραφές των δημοσκοπήσεων έχουν αποτυπώσει τις συγκυριακές και αντανακλαστικές αντιδράσεις των πολιτών, καθώς η πλειοψηφία τους βρισκόταν στις τελευταίες μέρες των διακοπών.
Με βάση τα ευρήματα της δεύτερης αυτής εβδομάδας της προεκλογικής περιόδου, οι δύο βασικοί αντίπαλοι φαίνεται να εκκινούν μαζί από την αφετηρία με ίσες πιθανότητες για ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ να τερματίσουν πρώτοι.
Tα δεδομένα των ερευνών γνώμης επιβεβαιώνουν πως στην πολιτική, όπως και στη ζωή, τίποτα δεν εξελίσσεται γραμμικά και ως εκ τούτου η έκβαση των πραγμάτων δε μπορεί ποτέ να εξελίσσεται βάσει διαγράμματος.
Στις πρώτες αυτές μέρες της προεκλογικής περιόδου η κυριαρχία του τέως Πρωθυπουργού όσο και του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να πλήττεται σημαντικά. Ο κ. Τσίπρας πέρασε από την εποχή της αθωότητας στην εποχή όπου και αυτός θα κριθεί σκληρά, με τον τρόπο που κρίθηκαν και οι προκάτοχοί του. 
Η κυριαρχία του κ. Τσίπρα στην ελληνική πολιτική, μετά το δημοψήφισμα και τη συμφωνία με τους δανειστές, φαίνεται να είχε σαθρές βάσεις. Με το δημοψήφισμα ο κ. Τσίπρας έθεσε εαυτόν στην κρίση των πολιτών στη βάση «εγώ» και «όλοι οι άλλοι», εκείνος δηλαδή από τη μια πλευρά και το παλιό πολιτικό σύστημα απέναντι.
ΤΟΥΣ ΔΙΧΑΣΕ
Η μετά το δημοψήφισμα καθολική αποδοχή του κ. Τσίπρα από την κοινή γνώμη, φαίνεται να εξελίσσεται σε «Δούρειο Ίππο» για τον τέως πρωθυπουργό, καθώς περιείχε κατά συνθήκη συμπάθεια, που όμως προκλήθηκε από την κατάχρηση της εμπιστοσύνης των πολιτών.
Η διαχωριστική γραμμή του κ. Τσίπρα από τους υπόλοιπους πολιτικούς, φαίνεται να έχει διχάσει την κοινή γνώμη σε δύο μεγάλες τάσεις: σε εκείνους που πιστεύουν στον τέως πρωθυπουργό και σε όλους τους άλλους.
Η απόφαση του κ. Τσίπρα, να κάνει εκλογές, είναι ενέργεια υψηλού πολιτικού ρίσκου και μπορεί να ερμηνευτεί από τους πολίτες ως πρόκληση των θεσμών.  Το μόνο βέβαιο είναι ότι ως κίνηση επιβάρυνε έτι περαιτέρω την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος, καθώς οι εκλογές εκτός από γιορτή της δημοκρατίας, σε αυτή τη φάση, μπορούν να εκληφθούν ως μετατόπιση ευθύνης στους πολίτες.
Διαψεύδοντας τις προσδοκίες των Ελλήνων με την μη ακύρωση του μνημονίου, και ακυρώνοντας την βούλησή τους, με την κατά το δοκούν ερμηνεία του «ΟΧΙ/Δεν εγκρίνεται» στο δημοψήφισμα, ο τέως Πρωθυπουργός δρομολόγησε την αποχώρηση στελεχών του κόμματός του και επιτάχυνε το τέλος της αναμονής των πολιτών να τον κρίνουν.
ΑΛΛΑΖΟΥΝ ΕΠΙΛΟΓΕΣ
Σήμερα ο κ. Τσίπρας φαίνεται να απολαμβάνει την ιδεολογική του μοναξιά, καθώς η διείσδυσή του σε άλλους χώρους και κοινωνικές ομάδες, που δεν συμπορεύονται μαζί του είναι μικρότερη από την αντίστοιχη του κ. Μεϊμαράκη στους οπαδούς του.
Στον αντίποδα ο κ. Μεϊμαράκης, με μικρότερες εφεδρείες -ιδεολογικά μιλώντας-, καθώς απευθύνεται στον ιδεολογικό χώρο από τις δεξιές παρυφές του Κέντρου έως και τη Δεξιά, κατάφερε σε λίγες ημέρες να εμπνεύσει κομματικό πατριωτισμό τους ψηφοφόρους της ΝΔ και να τους συσπειρώσει.
Στην Ελλάδα της κρίσης, όπου οι κομματικές ταυτίσεις έχουν προ ετών καταρρεύσει, οι πολίτες έχουν πολλούς βαθμούς ιδεολογικής ελευθερίας και μπορούν να αλλάζουν τις επιλογές τους χωρίς ιδιαίτερη επιχειρηματολογία. Η αδιευκρίνιστη ψήφος στην οποία προσφεύγουν οι περισσότεροι, από τους αποστασιοποιημένους από τα δύο κόμματα, ψηφοφόροι αντιπροσωπεύει το κρίσιμο μέγεθος.
ΟΛΑ ΑΝΟΙΧΤΑ
Ο μεγάλος όγκος των αναποφάσιστων ψηφοφόρων προμηνύει ότι όλα είναι ανοιχτά. Οι ταλαντευόμενοι ψηφοφόροι προέρχονται από τις τάξεις του ΣΥΡΙΖΑ, του Ποταμιού και του ΠΑΣΟΚ, είναι στην πλειονότητά τους υπάλληλοι, ιδεολογικά δε κινούνται στο χώρο του Κέντρου και κατοικούν στην Αττική.
Άραγε είναι η εικόνα που καταγράφεται η πολιτική έκφραση ενός μακροχρόνιου θυμού που δεν εκτονώθηκε στις εκλογές του Ιανουαρίου ή κάτι βαθύτερο και πιο σημαντικό; Είναι η ΝΔ η εναλλακτική λύση, ή αντίδραση στα λάθη, τις παραλείψεις και τις διαψεύσεις προσδοκιών που προκάλεσε ο ΣΥΡΙΖΑ;
Το εκλογικό σώμα εμφανίζεται σήμερα προβληματισμένο. Σε προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις το δίλημμα ήταν μεταξύ της προόδου και της συντήρησης, της αλλαγής ή της στασιμότητας, της παραμονής ή όχι στην ευρωζώνη, του μνημονιακού ή του αντιμνημονιακού δρόμου. Σήμερα οι Έλληνες διχάζονται ανάμεσα στον «παλιό που είναι αλλιώς και στον νέο που είναι ωραίος».

Δημοσίευση: Εφημερίδα "στο Καρφί του Σαββατοκύριακου" - Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2015

Κυριακή 12 Ιουλίου 2015

Το δημοψήφισμα σφράγισε το τέλος της Μεταπολίτευσης









Η περίοδος που το καλοκαίρι δεν είχαμε ειδήσεις και ο πολιτικός κόσμος «ανέστελλε» τις πρωτοβουλίες του, σεβόμενος «τα μπάνια του λαού», έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Στη δίνη της οικονομικής κρίσης και με τα ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα να πιέζουν, κάθε μέρα μπορεί να επιφυλάσσει εξελίξεις.

Έτσι και φέτος τον Ιούλιο: με την αγωνία στο ζενίθ και ενώ όλη η Ελλάδα ανέμενε την επίτευξη συμφωνίας με τους δανειστές, η κυβέρνηση αιφνιδίασε την κοινή γνώμη και με την διοργάνωση ενός δημοψηφίσματος - εξπρές ζήτησε από τους Έλληνες να τοποθετηθούν υπέρ ή κατά σε ένα ερώτημα, μάλλον ρητορικό και αναπάντητο, καθώς ακόμη παραμένει θολό. Αναμενόμενο ήταν να επιχειρηθεί και δημοσκοπικά η αποτύπωση της πρόθεσης ψήφου σε δημοψήφισμα. Ο χρόνος από την προκήρυξη έως τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος ήταν πολύ μικρός και έτσι ήταν και ο κύκλος διαμόρφωσης της απόφασης από την πλευρά της κοινής γνώμης.

Η επιλογή στο «Δεν εγκρίνεται/όχι» ξεκίνησε πολύ δυναμικά, αποτυπώνοντας αν θέλετε και ένα αίσθημα ευφορίας και εθνικής ανάτασης, που εδώ και μήνες έχει καλλιεργήσει η κυβέρνηση. Η πρόθεση ψήφου στο «όχι» υποχώρησε για μία ημέρα υπό τη συνειδητοποίηση του κλεισίματος των τραπεζών και της πίεσης του δημοσίου πολιτικού διαλόγου για τις ενδεχόμενες καταστροφικές συνέπειες μιας ψήφου στο «όχι». Όμως, τις δύο τελευταίες ημέρες, Παρασκευή και Σάββατο, αναδείχθηκε ως η αδιαμφισβήτητη επιλογή των πολιτών χωρίς κανένα ενδεχόμενο ανατροπής.

«ΧΩΡΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ»

Το «όχι» είχε πρόσωπο και εκφράστηκε από τον πρωθυπουργό της χώρας. Οι πολίτες στήριξαν τον Αλέξη Τσίπρα και την κυβέρνηση και έδωσαν καθαρή εντολή διαπραγμάτευσης.
Η ψήφος στο «όχι» στηρίχθηκε από την πλειοψηφία της κοινωνίας και τις παραγωγικές δυνάμεις. Οι νέοι και οι παραγωγικές ηλικίες, οι υπάλληλοι, οι άνεργοι και οι αγρότες στήριξαν συντριπτικά το «όχι».
Το «Εγκρίνεται/ναι» στηρίχθηκε από τις πιο δυσκίνητες και ταλαιπωρημένες ομάδες της κοινωνίας, αλλά και από τις πιο προβληματισμένες και ενημερωμένες. Πολίτες άνω των 55 χρόνων, νοικοκυρές, συνταξιούχοι και ένας σημαντικός αριθμός ελευθέρων επαγγελματιών, απόφοιτοι πρωτοβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης καθώς και κάτοικοι των αστικών κέντρων, προτίμησαν την επιλογή του «ναι».

Αν επιχειρήσουμε να χαρακτηρίσουμε τις δύο αυτές ψήφους θα λέγαμε ότι το «όχι» υπήρξε συμπαγές και επιθετικό, ενώ το «ναι» χαλαρό, συντηρητικό και ενοχικό.

Η περίοδος που προηγήθηκε του δημοψηφίσματος ήταν χρονικά τόσο περιορισμένη, που δεν άφησε χώρο για τη διατύπωση γνώμης, ούτε βοήθησε τους πολίτες να σκεφθούν το πραγματικό διακύβευμα. Χωρίς αμφιβολία ήταν η πιο ρηχή πολιτικά προεκλογική διαδικασία και την ευθύνη γι’ αυτό έχει η κυβέρνηση. Τα επιχειρήματα απουσίασαν εκατέρωθεν και η αντιπαράθεση περιορίστηκε στο διαγκωνισμό συμβόλων και προσώπων και όχι ιδεών.

«ΔΙΑΓΕΝΕΑΚΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ»

Το «όχι» εξέφρασε την αντανακλαστική αντίδραση του Έλληνα σε ό,τι έχει υποστεί τα τελευταία χρόνια και, υπό το συλλογισμό «δεν έχω τίποτα να χάσω», κυριάρχησε. Το «ναι» συγκέντρωσε τους φοβισμένους και πιο προβληματισμένους της κοινωνίας. Εκείνους που έχουν επίσης υποφέρει, αλλά φοβούνται και τα χειρότερα και ίσως εκείνους που ιδεολογικά αποστασιοποιούνται από το νεοελληνικό «δεν θέλει κόπο, θέλει τρόπο». Οι δύο επιλογές στο δημοψήφισμα μπορούν να διακριθούν ως προς τα κοινωνικά τους χαρακτηριστικά και όχι τα κομματικά. Ήταν διαγενεακές και όχι πολιτικές επιλογές. Ένας στους έξι ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ ψήφισαν επιλογή αντίθετη του κόμματος τους, όπως και ένας στους πέντε ψηφοφόρους του Ποταμιού, του ΠΑΣΟΚ και της Χρυσής Αυγής.

Το δημοψήφισμα αυτό ήταν κατά τη γνώμη μου η εκλογική διαδικασία που σήμανε το τέλος της Μεταπολίτευσης. Πιστοποίησε ότι οι κατεστημένες πολιτικές δυνάμεις δεν έχουν αντιληφθεί την αλλαγή και εξακολουθούν να ασκούν πολιτική με όρους παρελθόντος.

«ΦΟΒΙΚΗ ΚΙ ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΗ»

Επιχειρώντας να ερμηνεύσουμε τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος, θα λέγαμε ότι έχουμε πια ένα νέο δεδομένο στην πολιτική σκηνή του τόπου: είναι «ο κ. Τσίπρας και όλοι οι άλλοι».

Ως τώρα η ανάλυσή του πολιτικού περιβάλλοντός μας γινόταν γραμμικά και ίσως συστημικά. Οι ερμηνείες είχαν στη βάση τους αυτό που θα θέλαμε να συμβεί, αγνοώντας τις μεγαλειώδεις αλλαγές που διαδραματίζονται στην ελληνική κοινωνία. Πολλές φορές η ανάλυση γινόταν έτσι διότι και οι αναλυτές, μέρος της ίδιας σχολής σκέψης, αδυνατούσαν να ακολουθήσουν ή να αντιληφθούν τις αλλαγές της κοινωνίας.

Κάπως έτσι πορεύτηκε και η δημοσκόπηση στο πρόσφατο δημοψήφισμα: φοβική, εγκλωβισμένη και με συστημικά χαρακτηριστικά ανέλυσε τα δεδομένα, αγνοώντας έτσι την πολιτική αλλαγή που καταγραφόταν. Σε αυτή τη φάση, λοιπόν, και όσο η κοινωνία αλλάζει χωρίς να μπορούμε με βεβαιότητα να ορίσουμε την κατεύθυνση ή τη φορά, θα συνέστηνα να εμπιστευόμαστε περισσότερο τα δεδομένα, και λιγότερο την κρίση μας, στην ανάλυση των αποτελεσμάτων.

Δημοσίευση: «Στο Καρφί», Σάββατο 11 Ιουλίου 2015

Δευτέρα 6 Ιουλίου 2015

Δηλώσεις στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων





Για πρώτη φορά στα ελληνικά δημοσκοπικά χρονικά επιχειρήθηκε η αποτύπωση της πρόθεσης ψήφου σε δημοψήφισμα, τονίζει η Μαρία Καρακλιούμη, πολιτική αναλύτρια της εταιρείας RASS. «Ο χρόνος από την προκήρυξη έως τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος ήταν πολύ μικρός. Αντίστοιχα πολύ μικρός ήταν ο κύκλος της αποτύπωσης της απόφασης των πολιτών. Το ΟΧΙ ξεκίνησε πολύ δυναμικά, υποχώρησε υπό τη συνειδητοποίηση του κλεισίματος των τραπεζών και της πίεσης του δημοσίου πολιτικού διαλόγου για τις ενδεχόμενες καταστροφικές συνέπειες μιας ψήφου στο ΟΧΙ και τις δύο τελευταίες ημέρες, Παρασκευή και Σάββατο, αναδείχθηκε ως η αδιαμφισβήτητη επιλογή των πολιτών χωρίς κανένα ενδεχόμενο ανατροπής».

Για την κ. Καρακλιούμη «η δημοσκόπηση στην Ελλάδα πορεύεται με δύο δεδομένα: «την ειλικρινή και άδολη απόκριση των πολιτών στα ερωτήματα που θέτουμε από την μια πλευρά και τη φοβική, εγκλωβισμένη και με συστημικά χαρακτηριστικά αντιμετώπιση των δεδομένων από την πλευρά των δημοσκόπων. Έχω πολλάκις επισημάνει ότι πρέπει κάποιος να εμπιστεύεται τα δεδομένα και όχι την κρίση του στην ανάλυση των αποτελεσμάτων».

Χαρτογραφώντας το ΟΧΙ, το ΝΑΙ και όσους τα στήριξαν, η κ. Καρακλιούμη λέει ότι «η ψήφος στο ΟΧΙ στηρίχθηκε από την πλειονότητα της κοινωνίας και τις παραγωγικές δυνάμεις. Οι νέοι και οι παραγωγικές ηλικίες, οι υπάλληλοι, οι άνεργοι και οι αγρότες στήριξαν συντριπτικά το ΟΧΙ».

«Το ΟΧΙ είχε πρόσωπο και εκφράστηκε από τον πρωθυπουργό της χώρας. Οι πολίτες στήριξαν τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση και του έδωσαν καθαρή εντολή διαπραγμάτευσης. Το ΝΑΙ στηρίχθηκε από τις πιο δυσκίνητες και πιο ταλαιπωρημένες ομάδες της κοινωνίας, αλλά και από τις πιο προβληματισμένες και ενημερωμένες. Πολίτες άνω των 55 χρόνων, νοικοκυρές, συνταξιούχοι, ένα σημαντικό ποσοστό ελευθέρων επαγγελματιών, απόφοιτοι πρωτοβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης καθώς και κάτοικοι των αστικών κέντρων προτίμησαν την επιλογή του ΝΑΙ» εξηγεί.


Δημοσίευση: ΑΠΕ, Δευτέρα 6 Ιουλίου 2015

Κυριακή 28 Ιουνίου 2015

Οι δημοσκοπήσεις (δεν) είναι μαντείο

Πως γίνεται ένα γκάλοπ;
Η δημοσκόπηση είναι έρευνα γνώμης που καταγράφει τις θέσεις των πολιτών σε συγκεκριμένα ζητήματα και μπορεί να γίνει με διάφορες μεθόδους. Τα τελευταία χρόνια η πιο διαδεδομένη μέθοδος είναι εκείνη της τηλεφωνικής έρευνας, καθώς εξασφαλίζει ταχεία απόκριση για τα τρέχοντα ζητήματα της επικαιρότητας.
Στη RASS έχουμε σε ηλεκτρονική μορφή τα ενεργά τηλεφωνικά κέντρα των σταθερών οικιακών τηλεφώνων της χώρας και με το κατάλληλο πρόγραμμα στον υπολογιστή δημιουργούμε δεκαψήφιους τηλεφωνικούς αριθμούς. Έτσι, επιλέγοντας δείγμα με τυχαίο τρόπο και χρησιμοποιώντας την κατάλληλη δειγματοληπτική τεχνική, καλούμε τα νοικοκυριά στην ελληνική επικράτεια και απευθύνουμε μια σειρά ερωτήσεων. Όταν το απαιτούμενο δείγμα συλλεχθεί, αναλύουμε τα δεδομένα αθροιστικά και βγάζουμε αποτελέσματα. Η γνώμη του καθενός μας είναι και μετρά ως μοναδική, αλλά αξιοποιείται καλύτερα ως μέρος ενός συνόλου.
Πόσο αξιόπιστα είναι;
Η αξιοπιστία ενός γκάλοπ εξαρτάται από το πόσο πιστοί είμαστε στην εφαρμογή της επιστήμης. Όσο λιγότερο αποκλίνεις από αυτό που ορίζει η δειγματοληψία και η στατιστική, τόσο πιο αξιόπιστος είσαι. Αυτό είναι και το σημείο που μπορεί να διακρίνει τον δημοσκόπο: πρέπει κάποιος να εμπιστεύεται τα δεδομένα, και όχι την κρίση του, στην ανάλυση των αποτελεσμάτων.
Με ποια κριτήρια γίνονται οι ερωτήσεις;
Το αντικείμενο μιας έρευνας διαφοροποιεί και το ερωτηματολόγιο που υποβάλλουμε. Σε μια πολιτική δημοσκόπηση υπάρχουν ορισμένες σταθερές ερωτήσεις που υποβάλλονται για να παρακολουθούμε την διαχρονική εξέλιξη της κοινής γνώμης, όπως, για παράδειγμα, η αξιολόγηση κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, η δημοτικότητα των πολικών αρχηγών ή η πρόθεση ψήφου. Οι σταθερές ερωτήσεις περιβάλλονται και από εκείνες που αφορούν στην τρέχουσα επικαιρότητα και αλλάζουν ανάλογα με την περίσταση.  

Πως γίνεται η επιλογή των ερωτηθέντων;
Η επιλογή των ερωτωμένων εξαρτάται από το αντικείμενο της έρευνας και τον πληθυσμό στον οποίο απευθύνεται. Σε μια πανελλαδική πολιτική δημοσκόπηση επιλέγεται δείγμα από τις 13 διοικητικές περιφέρειες της χώρας, αναλογικό του πληθυσμού.

Πώς σχολιάζετε το γεγονός ότι σε κάποιες περιπτώσεις έχουν πέσει έξω;
Θα ήθελα να επισημάνω ότι οι έρευνες γνώμης καταγράφουν την αντίδραση της στιγμής και σε καμία περίπτωση δεν είναι εργαλεία πρόβλεψης μελλοντικής συμπεριφοράς. Στις περιπτώσεις που είμαστε πιστοί στην εφαρμογή όσων ορίζει η στατιστική, είμαστε πιο κοντά στην πιστότερη καταγραφή της γνώμης των πολιτών, αντιθέτως εκείνοι που κάνουν επιστημονικές εκπτώσεις και εμπιστεύονται το αισθητήριό τους, αποτυγχάνουν πάραυτα.

Πιστεύετε πως μπορούν τα αποτελέσματα των γκάλοπ να καθορίζουν τις πολιτικές εξελίξεις στην χώρα μας;
Η δημοσκόπηση είναι επιστημονικό εργαλείο καταγραφής της κοινής γνώμης και όχι μέσο άσκησης πολιτικής. Χωρίς αμφιβολία μπορεί να είναι σημαντική βοήθεια για έναν πολιτικό, ως η μόνη αληθινή επαφή του με την πραγματικότητα, αλλά μόνον αυτό. Ξέρετε, τις περισσότερες φορές οι πολιτικοί είναι περιχαρακωμένοι σε τέσσερις τοίχους με τους συνεργάτες τους και δεν έχουν την αληθινή εικόνα της κοινωνίας. Αυτή την εικόνα μπορεί να τη δώσει η δημοσκόπηση. Ο πολιτικός όμως πρέπει να αποφασίζει με βάση το πολιτικό του αισθητήριο, το όραμά του και το δημόσιο συμφέρον και όχι τις δημοσκοπήσεις. Αν αποφασίζει βάση των γκάλοπ, τότε είναι διαχειριστής, όχι πολιτικός ηγέτης.
Τι πιστεύουν οι πολίτες για τα γκάλοπ;
Η παρατεταμένη οικονομική κρίση στη χώρα μας έχει δημιουργήσει συνθήκες δυσπιστίας σε όλους τους τομείς και ιδιαιτέρως στην πολιτική. Σε αυτή τη δίνη αναμενόμενο είναι και ό,τι συνδέεται με την πολιτική και κινείται στις παρυφές της, όπως οι δημοσκοπήσεις, να περιβάλλεται με ιδιαίτερη δυσπιστία. Δεν θα αδικήσω όμως και τους πολίτες. Σε μία χώρα όπου υπάρχουν ως και «μαϊμού» εταιρείες δημοσκοπήσεων, που έχουν συσταθεί για να εξυπηρετήσουν συμφέροντα, πώς οι πολίτες να εμπιστευθούν εμάς που με συνέπεια υπηρετούμε τον κλάδο; Άλλωστε είμαστε σαν τη μύγα μες το γάλα.
Πόσα «μυστικά» γκάλοπ υπάρχουν;
Τα γκάλοπ που βλέπουν το φως της δημοσιότητας είναι ελάχιστα σε σχέση με εκείνα που διεξάγονται. Οι δημοσκοπήσεις γίνονται για να απαντούν σε βαθύτερα ερωτήματα που αφορούν τα κοινωνικά θέματα και την πολιτική και βεβαίως για να χαράσσονται στρατηγικές. Τα θέματα που δημοσιοποιούν τα μέσα ενημέρωσης, αποτελούν συνήθως ένα μικρό μέρος μιας δημοσκόπησης, καθώς αφορούν στην τρέχουσα επικαιρότητα. 
Πως νιώθετε όταν πολλές φορές πολιτικοί αρχηγοί ή και πρωθυπουργοί στη δημοσιοποίηση μιας δημοσκόπησης απαντούν ... «το λάβαμε το μήνυμα».
Θλίψη και ανησυχία. Αν οι πολιτικοί περιμένουν να λάβουν το μήνυμα από τη δημοσκόπηση, τότε και ο γιαλός είναι στραβός και στραβά αρμενίζουμε. Η πολιτική οφείλει να έχει κέντρο τον άνθρωπο και τις αξίες που θα πάνε την κοινωνία πιο μπροστά. Ο πολιτικός πρέπει να διατυπώνει αφήγημα και όραμα για τη χώρα και όχι να αντιδρά στα νούμερα των δημοσκοπήσεων.
Πολλές φορές η καθημερινότητα μπορεί να στερήσει στον πολίτη το όραμα και να τον εγκλωβίσει στο εφήμερο. Εκεί χρειάζεται ο πολιτικός ηγέτης που θα χαράξει το μέλλον και θα πάρει τις κρίσιμες αποφάσεις για τη χώρα. Διότι, όταν ο λαός είναι κουρασμένος, η κρίση του είναι θολή. Όταν ο πολιτικός είναι φωτισμένος, η χώρα μεγαλουργεί.
Αναρωτηθήκατε ποτέ πόσες αποφάσεις θα είχαν αναβληθεί αν οι πρωθυπουργοί της χώρας αποφάσιζαν με βάση τα γκάλοπ;

Δημοσίευση: Εφημερίδα "Στο Καρφί" - 27 Ιουνίου 2015