Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους ο Σεπτέμβριος ταυτιζόταν με την αρχή του θρησκευτικού και πολιτικού έτους. Η θρησκευτική παράδοση άντεξε στον χρόνο και την 1η Σεπτεμβρίου εορτάζεται η αρχή της ινδίκτου, δηλαδή η έναρξη του εκκλησιαστικού έτους. Ατύπως, η ίδια παράδοση φαίνεται να διατηρείται και στα πολιτικά, καθώς κάθε Σεπτέμβριο το πολιτικό σύστημα ανασυντάσσεται μετά τη θερινή ραστώνη.
Πρώτος
σταθμός η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης, όπου οι πολιτικές δυνάμεις δίνουν το
στίγμα τους. Η φετινή 89η Δ.Ε.Θ. συμπίπτει με τη συμπλήρωση 100
χρόνων από την ίδρυση του ομώνυμου φορέα (1925). Εκτός από τον επετειακό της
χαρακτήρα, είναι ίσως η πρώτη έκθεση στην οποία η κυβέρνηση έχει επενδύσει τόσο
πολύ πολιτικά. Τους τελευταίους έξι μήνες, η κυβερνητική επωδός είναι πως από
το βήμα της Θεσσαλονίκης θα ανακοινωθούν παροχές, υπονοώντας σταθερά ότι αυτό
θα αποτελέσει την αρχή της ανάταξης της κυβερνητικής φθοράς. Παράλληλα εξελίσσεται
το σχέδιο - βασική στρατηγική της παρούσας διακυβέρνησης: «βαλκανοποίησης» της
χώρας (αποδυνάμωση θεσμών, στελέχωση της διοίκησης με όρους εγγύτητας,
κινητοποίηση των υπηρεσιών μόνο με παρέμβαση κ.ά.), με στόχο να δημιουργηθεί
στους πολίτες η αίσθηση πως η μοναδική εναλλακτική διακυβέρνησης είναι και
παραμένουν η ΝΔ και ο κ. Μητσοτάκης.
Στη
Θεσσαλονίκη έχει προαναγγελθεί ότι θα γίνει κουβέντα για παροχές, και όχι για
θεσμικές αλλαγές ή για τα θεσμικά επιτεύγματα της εξαετούς διακυβέρνησης. Θα
εξαγγελθούν ισχνά επιδόματα, με αβέβαιο χρονικό ορίζοντα απόδοσης, ώστε να
καλλιεργείται στη συνείδηση των πολιτών η ιδέα πως μόνο η κυβέρνηση έχει τη
δυνατότητα να «δίνει και να παίρνει». Με όρους επικοινωνίας «α λα ΝΔ», που
δημιουργούν δύο διακριτούς κόσμους –εκείνον «των δικών μας» και εκείνον «των
άλλων» που δεν επιδιώκουν εγγύτητα με την κυβέρνηση αλλά οραματίζονται μια
κανονική χώρα, όπου η λειτουργία και οι παροχές του κράτους θα είναι
αδιαπραγμάτευτες για όλους– θα επιχειρηθεί να προβληθεί εικόνα πολιτικής
ανάκαμψης.
Στον
αντίποδα, τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα προσέλθουν στη Δ.Ε.Θ. για να
παρουσιάσουν την πολιτική τους πρόταση. Εδώ βρίσκεται κατά τη γνώμη μου το
κρίσιμο σημείο: να καταφέρουν να «διαβάσουν» την κοινωνία και να υπερβούν τις
πολιτικές τους συνήθειες. Να μην μπουν στη διαδικασία ανταπάντησης στην
παροχολογία της κυβέρνησης, αλλά να αφήσουν στην άκρη το παράπονο και την
καταγγελία και να προτείνουν ώριμο πολιτικό σχέδιο για την αλλαγή και τον πραγματικό
εκσυγχρονισμό της χώρας.
Σε ένα
περιβάλλον βαθιάς πολιτικής απαξίωσης, που συχνά φλερτάρει με τη σήψη, η
κυβέρνηση θα επιχειρήσει με τη στήριξη των φιλικών προς αυτήν μέσων ενημέρωσης
να επιβάλει σχεδόν αποκλειστικά τον δικό της λόγο για να υπηρετήσει το βασικό
της στόχο: την προοπτική εκλογικής ανάκαμψης και προσέγγισης του ποσοστού των ευρωεκλογών.
Σε αυτή τη συνθήκη, είναι κρίσιμο η αντιπολίτευση, σύσσωμη, να αναδείξει την
έντονη κοινωνική δυσαρέσκεια. Μια δυσαρέσκεια που καθιστά τη δημοκρατία μας μη
συμπεριληπτική και που επιδιώκεται από την κυβέρνηση, ώστε να ωθούνται τα
διαφωνούντα κοινωνικά στρώματα στην αποχή, προκειμένου να διαιωνίζει την
εξουσία της.
Καθώς
η ακινησία οδηγεί σε φθορά, χρειάζεται να επανεφεύρουμε την πολιτική, τη μόνη
δύναμη που μπορεί να αντισταθεί στην κυβερνητική αυθαιρεσία.
