Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2025

Αναμέτρηση στα «μαρμαρένια αλώνια»

Σε μια εποχή όπου η πραγματικότητα εξελίσσεται με καταιγιστικούς ρυθμούς, η δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα συχνά λειτουργεί με χρονική καθυστέρηση, όπως αποδεικνύει και ο εκ των υστέρων σχολιασμός της μακροσκελούς συνέντευξης – διαγγέλματος του κ. Αντώνη Σαμαρά, που δόθηκε στις 31 Οκτωβρίου αλλά αναλύεται αρκετές ημέρες αργότερα.

Στη συνέντευξη αυτή, ο κ. Σαμαράς δήλωσε «παρών» και επιχείρησε να κοινοποιήσει στους Έλληνες τη δική του εκδοχή της αλήθειας. Μίλησε με ύφος καθαρά μεταπολιτευτικό, παρότι ο ίδιος θεωρεί πως ζούμε ήδη στη Μετα-Μεταπολίτευση. Επιδίωξε να καταστεί σημείο αναφοράς για τον παραδοσιακό πυρήνα της Νέας Δημοκρατίας, τους ψηφοφόρους που ταυτίζουν το κόμμα ιδεολογικά με τη Δεξιά και νιώθουν αποξενωμένοι από τη σημερινή του φυσιογνωμία. Με αναφορές σε έννοιες όπως «πατριωτισμός», «αξίες» και «ειλικρίνεια», έθεσε το δικό του πλαίσιο διαφοροποίησης από την ηγεσία Μητσοτάκη, η οποία κάνει σαφές ότι επέβαλε την αποπομπή του.

Γνωρίζοντας ότι η κυβέρνηση έχει εισέλθει στη φάση της μη αναστρέψιμης φθοράς, ο πρώην πρωθυπουργός χαράσσει έναν δικό του οδικό χάρτη για την «επόμενη μέρα». Με αναδρομές στις δικές του κυβερνητικές επιλογές, επιχειρεί να ανακαλέσει μνήμες μιας Νέας Δημοκρατίας με «ιδεολογική καθαρότητα» και αναφορά στις εμβληματικές προσωπικότητες της παράταξης, ενώ ακόμη και για την περίοδο της πολιτικής του δραστηριότητας με το κόμμα της Πολιτικής Άνοιξης δίνει την εκδοχή του λέγοντας πως ήταν εντός της παράταξης.

Η συνέντευξη μπορεί να διαβαστεί με πολλούς τρόπους και κάθε ακροατήριο θα βρει το δικό του σημείο ταύτισης. Οι παραδοσιακοί ψηφοφόροι της ΝΔ ενδέχεται να αναγνωρίσουν τον «φάρο» τους, όσοι αναζητούν διαφορετική θεώρηση των διεθνών σχέσεων τη δική τους φωνή, ενώ όσοι συγκινούνται από το τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» μια πολιτική οικειότητα. Σίγουρα όλοι οι δυσαρεστημένοι Έλληνες μπορούν να βρουν κάτι να τους εκφράσει. Ακόμη και η αντιπολίτευση να βρει επιχειρήματα για να κρίνει την κυβέρνηση.

Η παρέμβαση αυτή, ωστόσο, αναδεικνύει μια διαχρονική ελληνική παθογένεια: την τάση για έκφραση παραπόνου και αγανάκτησης, άλλοτε με και άλλοτε χωρίς τεκμηρίωση, όμως τις περισσότερες φορές χωρίς σαφή, ρεαλιστική αντιπρόταση για το μέλλον της χώρας.

Ο λόγος του κ. Σαμαρά απευθύνθηκε σε όσους εξακολουθούν να σκέφτονται με όρους Μεταπολίτευσης, στους νοσταλγούς μιας εποχής πολιτικής αναγέννησης και δημοκρατικής ανασυγκρότησης. Εκλογικά μιλώντας μίλησε σε εκείνους που ψηφίζουν ως νοσταλγοί του παρελθόντος.

Το κρίσιμο ερώτημα, λοιπόν, είναι αν ο προβληματισμός του κ. Σαμαρά αντανακλά περισσότερο την κοινωνική πραγματικότητα και αν οι πολίτες τον ενστερνίζονται, ή αν η προσέγγιση του κ. Μητσοτάκη βρίσκεται πιο κοντά σε έναν κόσμο που αλλάζει και επιβάλλει την προσαρμογή μας. Θα φανεί, στο επόμενο διάστημα, αν στην αναμέτρηση στα «μαρμαρένια αλώνια» θα επικρατήσει ή όχι ο Διγενής.


Δημοσίευση: Εφημερίδα ‘ΤΑ ΝΕΑ’, 11/11/25, σ.12

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2025

Η «σταθερότητα» της ακινησίας

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα βρίσκεται μεταξύ των τριών χωρών με το χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην ΕΕ. Στον δείκτη ικανοποίησης από την οικονομική τους κατάσταση, οι Έλληνες τη βαθμολογούν με 5,3 στα 10, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 6,6. Σχεδόν οι μισοί πολίτες (46,3%) δηλώνουν ότι αδυνατούν να ανταποκριθούν σε μια έκτακτη οικονομική δαπάνη, ενώ το 43% έχουν απλήρωτες οφειλές.

Σε έρευνες που αφορούν τα εισοδήματα, οι μισθωτοί αναφέρουν πως ο μισθός τους δεν φτάνει για να «βγει» ο μήνας, ενώ και η ποιότητα των υπηρεσιών αξιολογείται αρνητικά. Σε όλα αυτά προστίθενται τα ευρήματα της παγκόσμιας έρευνας του Ινστιτούτου Gallup για την ευτυχία, όπου η Ελλάδα κατατάσσεται στην 81η θέση μεταξύ 147 χωρών, με καλύτερη επίδοση στο παρελθόν την 42η θέση.

Σε γενικές γραμμές, αυτή είναι η πραγματικότητα που βιώνουμε σήμερα. Και δεν περιλαμβάνει την προσωπική ματαίωση που καθένας και καθεμιά μας μπορεί να αισθάνεται από μια καθημερινότητα που δεν μας αξίζει, είτε πρόκειται για τις πλημμελείς υπηρεσίες της αυτοδιοίκησης είτε για τη γενικότερη αίσθηση διαφθοράς και αδικίας.

Κι όμως, αυτή την εικόνα η κυβέρνηση αποκαλεί «σταθερότητα». Ευρισκόμενη στο δεύτερο μισό της δεύτερης θητείας της, φαίνεται να βλέπει τα πράγματα μέσα από τον δικό της μικρόκοσμο, θεωρώντας πως η κοινωνία συμμερίζεται την ίδια εντύπωση. Όμως, όπως αναφέρει και το λεξικό, σταθερότητα σημαίνει κάτι που παραμένει στην ίδια θέση ή κατάσταση. Στην προκειμένη περίπτωση, πρόκειται για τη διατήρηση της υφιστάμενης κατάστασης.

Οι δημοσκοπικές τάσεις δείχνουν πως τα περιθώρια ανάκαμψης του κυβερνητικού χώρου συρρικνώνονται. Αυτό αναμένεται να εντείνει τις προσπάθειες προσέγγισης δύο διαφορετικών εκλογικών δεξαμενών: των δεξιών ψηφοφόρων και του κεντρώου χώρου.

Προς τα δεξιά ενδέχεται να συγκινήσει καθώς αρκούν μερικές εθνικιστικές κορώνες και υπαινιγμοί «παράδοσης και θρησκείας» και οι πάλαι ποτέ ψηφοφόροι, στη βάση της εγγύτητας με την εξουσία και τα προνόμια που μπορεί να προσφέρει, να γυρίσουν.

Στον κεντρώο χώρο, όμως, τα πράγματα είναι αλλιώς. Εκεί, οι πολίτες δεν προσβλέπουν σε προνόμια, αλλά σε ένα διαφορετικό μοντέλο διακυβέρνησης, αυτό που εξήγγειλε το 2019 ο κ. Μητσοτάκης, αλλά ποτέ δεν εφάρμοσε: την Ελλάδα των «αρίστων» και όχι των «αρεστών», τη χώρα της ορθής πρακτικής και του ορθού λόγου, την πολιτεία όπου δε θα λειτουργεί σαν βυζαντινή φατρία όπου η εγγύτητα, το γένος ή η οικογένεια αποτελούν κριτήριο σε κάθε απόφαση.

Ακόμη και η επίκληση της λέξης «σταθερότητα» αποκαλύπτει, τελικά, την αλαζονεία της κυβέρνησης. Χωρίς ίχνος αυτοκριτικής για το «επιτελικό κράτος» που έχει μετατραπεί σε ένα αυταρχικό μοντέλο διακυβέρνησης που παράγει ακρίβεια, σκάνδαλα και εν τέλει πολιτική φθορά, η κυβέρνηση ανερυθρίαστα ζητά την επανεκλογή της. Ζητά δηλαδή να παραμείνει «σταθερή» στη θέση της για να συνεχίζει να παράγει ρευστότητα στις ζωές μας.


Δημοσίευση: Εφημερίδα ‘ΤΑ ΝΕΑ’, 20/10/25, σ.12

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2025

Η επαναφορά του απαιτεί αλλαγή πλεύσης

 


Στην πολιτική, τόσο ο προορισμός όσο και το ταξίδι έχουν καθοριστική σημασία. Στην περίπτωση της εκ νέου δραστηριοποίησης του Αλέξη Τσίπρα, και τα δύο παραμένουν αναπάντητα. Για ποιο λόγο επιστρέφει και με ποιον στόχο; Ποιο πολιτικό κενό έρχεται να καλύψει και ποια ανάγκη της κοινωνίας να υπηρετήσει;

Στην παρούσα φάση, φαίνεται να αντιλαμβάνεται αυτό που βλέπει η κοινωνία: ότι υπάρχει πολιτικό κενό ηγεσίας στον χώρο μεταξύ του Κέντρου και της Αριστεράς, υπό την έννοια της ανάγκης μονοπρόσωπης εκπροσώπησης. Ένα κενό που οι υφιστάμενες πολιτικές ηγεσίες δεν έχουν καταφέρει να καλύψουν από το 2023. Ο κ. Τσίπρας πιθανότατα θεωρεί ότι η ιστορία τον καλεί ξανά, αλλά σε ποιον ρόλο; Μετά βεβαιότητας, όχι σε εκείνον του αντισυμβατικού επαναστάτη πολιτικού που θα φέρει ανατροπές. Δεν πιστεύω ότι το επιδιώκει πια. Προσπάθησε μία φορά και δεν τα κατάφερε, άλλωστε η διακυβέρνηση ρουφά τους πολιτικούς σαν δίνη.

Η επιστροφή του κ. Τσίπρα είναι σημείο των καιρών: σύμπτωμα μιας κοινωνίας με περιορισμένη συμμετοχή, ενός κομματικού φαινομένου σε αποδρομή και ενός πολιτικού συστήματος σε στασιμότητα. Όσο η πολιτική απαξιώνεται με συμβολή, και της προ δεκαπενταετίας δράσης του κ. Τσίπρα, τόσο το πολιτικό προσωπικό δεν ανανεώνεται και αναγκάζεται να επαναφέρει παλιά υλικά για να ξαναβρεί ισορροπίες. Ο προορισμός για την πολιτική σήμερα είναι η επιβίωση: να σταθεί στο ύψος που της αρμόζει και να κάνει τους πολίτες να νιώσουν ότι περιλαμβάνονται στο κάδρο της δημοκρατίας. Για να το πετύχει αυτό, ο κ. Τσίπρας οφείλει να εμφανίσει ένα άλλο πρόσωπο από αυτό που γνωρίζουμε. Ως συστημικός πολιτικός, χωρίς κορώνες και ανατρεπτική ρητορική, θα πρέπει να προβληθεί ως δύναμη σταθερότητας. Ως ακόμη ένας παράγοντας για την ενίσχυση των θεσμών και την εμβάθυνση της δημοκρατίας στη χώρα. Πρέπει να πείσει ότι μόνο με περισσότερη δημοκρατία λύνονται τα προβλήματα και ότι χωρίς λειτουργούντες θεσμούς η ανομία, η διαπλοκή και η διαφθορά ακυρώνουν τις ζωές μας. Αυτό απαιτεί αναθεωρήσεις και παραδοχή σφαλμάτων. Οφείλει να προσεγγίσει το υγιές κομμάτι της κοινωνίας που έβαλε απέναντι πριν μερικά χρόνια. Δεν μπορεί να υποτιμά τους πολίτες και να θεωρεί ότι δεν κατανόησαν, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, την περίοδο του δημοψηφίσματος. Αντί να προσπαθεί να αποφύγει την παραδοχή λαθών μέσω μιας αναθεωρημένης αφήγησης της εποχής, χρειάζεται καθαρή αυτοκριτική.

Εν ολίγοις, η επαναφορά του κ. Τσίπρα απαιτεί αλλαγή πλεύσης: με αποκήρυξη των ιδεοληψιών του παρελθόντος και με συστράτευση των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας. Των δυνάμεων που ονειρεύονται μια κανονική δυτική δημοκρατία, με αξιοκρατία και αξιοπρέπεια.

 

Δημοσίευση: Εφημερίδα ‘Απογευματινή της Κυριακής’. σελ. 12

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2025

 Αναζητώντας τη (χαμένη) ενότητα

Ο απαράβατος κανόνας της πολιτικής υπαγορεύει ότι οι τομές, οι ρήξεις και οι μεγάλες συγκρούσεις πρέπει να γίνονται εν μέσω θριάμβου, όσο ηγείσαι του κύματος. Τότε που η κοινωνία σε αποδέχεται ανεπιφύλακτα και οι ημέτερες κομματικές δυνάμεις σιωπούν, απλώς συγκατανεύοντας.

Αυτή τη συνταγή εφάρμοσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης από την εκλογή του στην ηγεσία της ΝΔ έως σήμερα. Με την ώθηση του ρεύματος της εκλογής του, επέλεξε να εφαρμόσει σχέδιο αλλαγής του ιδεολογικού στίγματος της ΝΔ. Έκανε στροφή στο Κέντρο, άλλαξε ρητορική και προσπάθησε να μεταλλάξει το DNA της παράταξης. Λίγη συμπερίληψη, ένας πιο αντισυμβατικός λόγος και μάχες χωρίς ουσιαστικό πολιτικό αντίκρισμα ικανοποίησαν την ανάγκη του να νιώσει μεταρρυθμιστής μπροστά στον καθρέφτη του.

Ωστόσο, κόμμα και κοινωνία, όπως φάνηκε στις ευρωεκλογές, είχαν άλλη γνώμη. Η διολίσθηση των ποσοστών που ξεκίνησε τότε προκάλεσε την αντίδραση πρώην πρωθυπουργών και στελεχών, οι οποίοι έσπευσαν να μιλήσουν για τη λοξοδρόμηση του καραβιού. Ο «καπετάνιος» Κυριάκος Μητσοτάκης δεν άκουσε τις προειδοποιήσεις και συνέχισε αμέριμνος την πορεία προς την ξέρα.

Σήμερα που η δημοσκοπική φτώχεια έχει μεγιστοποιήσει τη γκρίνια, επήλθε ακαριαία και η συνειδητοποίηση ότι μόνο με φωτογραφία ενότητας θα επανασυσπειρωθεί η παράταξη, έτσι ο Πρωωθυπουργός επεδίωξε να μπει στο κάδρο με τους κ.κ. Καραμανλή και Σαμαρά γνωρίζοντας πως αν δεν προχωρήσουν όλοι μαζί ενωμένοι, θα πέσουν ο καθένας μόνος. Όμως ο κ. Σαμαράς δεν του έκανε τη χάρη!

 

Δημοσίευση: Εφημερίδα ‘ΤΑ ΝΕΑ’, Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2025, σ.10

 

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2025

 Τα ιδανικά πρόσωπα



Κάποια στιγμή στη ζωή, «έρχεται η ώρα να αποφασίσεις με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις», τραγουδούσε ο Διονύσης Σαββόπουλος στους «Παλιούς μας φίλους». Αυτή η στιγμή φαίνεται πως έφτασε για τον Αλέξη Τσίπρα. Η ώρα που αφήνει πίσω τα παλιά και ανοίγει πανιά για νέες θάλασσες, απαλλαγμένος από τις ιδεοληψίες, τα τοτέμ και τα ταμπού του παρελθόντος.

Τη Δευτέρα, ο κ. Τσίπρας παραιτήθηκε από το βουλευτικό αξίωμα, επιλέγοντας να επιστρέψει, όπως είπε, «στην ελπιδοφόρα ανασφάλεια της κοινωνικής δράσης».

Με ένα λιτό βίντεο και ένα ισορροπημένο κείμενο, επιχείρησε να επανασυστηθεί. Σε λευκό φόντο, ώστε να αποφύγει κάθε χρωματικό και πιθανό κομματικό συνειρμό, έστειλε το μήνυμα ότι θέλει να σταθεί έξω από το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα και να δώσει το δικό του στίγμα.

Χαρακτήρισε την παραίτησή του «απόφαση συνείδησης», δηλώνοντας πως «δεν μπορώ να είμαι σε μια Βουλή δημοκρατικά απογυμνωμένη, με ευθύνη κυρίως της πλειοψηφίας». Χωρίς να εξαιρέσει τη μειοψηφία, έστρεψε τα βέλη του και προς τους ανενεργούς πρώην πρωθυπουργούς, λέγοντας πως «εγκαταλείπω την ασφάλεια των ορεινών εδράνων» για να διαλύσει κάθε υποψία ταύτισης με προκατόχους του. Μίλησε για μια «πατρίδα που βρίσκεται σε επικίνδυνο αδιέξοδο», φράση που δύσκολα θα αποδιδόταν σε αριστερό πολιτικό. Τόνισε το ηθικό αδιέξοδο της χώρας, επιχειρώντας να αναδείξει το «ηθικό μειονέκτημα» της παρούσας διακυβέρνησης και υπογράμμισε την ανάγκη για πράξεις αντί για λόγια, θέλοντας να παρουσιαστεί ως πολιτικός της δράσης. Αναφέρθηκε στη δύναμη του λαϊκού κινήματος που παλεύει συλλογικά και, στο τέλος, έκανε λόγο για την κοινωνική πλειοψηφία που «ασφυκτιά υπό την ηγεσία Μητσοτάκη», τονίζοντας πως η χώρα ζει σε καθεστώς γενικευμένης διαφθοράς. Με αυτόν τον τρόπο προσπάθησε να απευθυνθεί σε όσο το δυνατόν περισσότερα ακροατήρια, χωρίς όμως να δώσει ακόμη σαφές ιδεολογικό στίγμα.

Η στόχευσή του φάνηκε να είναι το πιο συστημικό κοινό: οι κεντρώοι ψηφοφόροι που επιζητούν εύρυθμη λειτουργία των θεσμών, μια χώρα που να κινείται στα πρότυπα μιας σύγχρονης δυτικής δημοκρατίας, όπου οι πολίτες της δεν θα θεωρούν την καριέρα… χολέρα.

Κι εδώ βρίσκεται ίσως το κρίσιμο σημείο. Είναι ο κ. Τσίπρας διατεθειμένος, τόσο σε επίπεδο ιδεών όσο και προσώπων, να μην εγκλωβιστεί στις προσεγγίσεις του παρελθόντος; Φαίνεται να επιδιώκει να καλύψει το κενό που άφησαν κάποιοι στον ιδεολογικό χώρο από το Κέντρο έως την Αριστερά. Για να το πετύχει, όμως, θα χρειαστεί συνοδοιπόρους και πολιτικούς συμμάχους. Αν κατορθώσει να υπερβεί τον εαυτό του και να αναζητήσει αυτά τα πρόσωπα, δεν θα πρέπει να τα αναζητήσει στα άλμπουμ φωτογραφιών της νιότης του. Αντίθετα, θα πρέπει να στραφεί σε ανθρώπους ώριμους, με εμπειρίες από την αγορά και την κοινωνία, εκείνους που έχουν παραστάσεις από την προ μνημονίων Ελλάδα, που διαθέτουν πολιτικό σκέπτεσθαι και διάθεση συμμετοχής στη διακυβέρνηση της χώρας. Αυτοί είναι τα ιδανικά πρόσωπα να εμπνεύσουν τους νεότερους, να τους μεταδώσουν ιδέες και να τους διδάξουν τη δημοκρατική λειτουργία.

Αυτοί οι άνθρωποι υπάρχουν σήμερα, διάσπαρτοι, αλλά παρόντες. Αν ο Αλέξης Τσίπρας θελήσει να τους βρει, αρκεί να κοιτάξει μια φωτογραφία των συνομηλίκων του από άλλους πολιτικούς χώρους. Θα πρότεινα να ξεκινήσει από τη Νεολαία του κόμματος που στο πέρασμά του «έφτιαχνε πάγκο» με παίκτες έτοιμους να μπουν αλλαγή, ικανούς να γυρίσουν το παιχνίδι.


Δημοσίευση: Εφημερίδα ‘ΤΑ ΝΕΑ’, 8/10/2025, σελ. 12

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2025

 Ζητείται επειγόντως πολιτικό προσωπικό

 

Η παρατεταμένη κρίση εμπιστοσύνης που καταγράφεται έντονα μετά τις ευρωεκλογές –και δεν φαίνεται να ανατρέπεται– συνοψίζεται εύγλωττα στους στίχους του τεράστιου Μάρκου Βαμβακάρη: «τα ματάκια σου να βγούνε βρε, σαν και μένα δε θα βρούνε». Η κυβέρνηση δείχνει να θεωρεί εαυτήν αναντικατάστατη. Παρακολουθώντας τις δημοσκοπήσεις όπου το δεύτερο κόμμα καταγράφει χαμηλές πτήσεις, επενδύει στο επιχείρημα ότι η εκλογική της πριμοδότηση είναι μονόδρομος, προβάλλοντας τη «σταθερότητα» που, κατά την άποψή της, διασφαλίζεται μόνο με μονοκομματική κυβέρνηση της ΝΔ και πρωθυπουργό τον κ. Μητσοτάκη. Ωστόσο, η κοινωνία δεν συμμερίζεται αυτή την οπτική.

Η πολιτική στην Ελλάδα εξακολουθεί να ασκείται με το «Εγχειρίδιο» της Μεταπολίτευσης, ενώ ο κόσμος γύρω μας έχει αλλάξει ριζικά. Σε ποια σταθερότητα, λοιπόν, αναφέρεται η κυβέρνηση; Σε εκείνη όπου, όπως δηλώνουν οι εργαζόμενοι, ο μισθός αρκεί για μόλις είκοσι ημέρες τον μήνα; Στη χώρα όπου η ακρίβεια καθιστά την καθημερινή επιβίωση τον μοναδικό στόχο; Ή σε μια κοινωνία όπου το 70% πιστεύει ότι η χώρα κινείται σε λάθος κατεύθυνση και το 86% δηλώνει πως βρίσκεται στην ίδια ή χειρότερη προσωπική κατάσταση σε σχέση με πέρυσι; (Metron Forum 2.0, Σεπτέμβριος 2025)

Στην παγκόσμια έρευνα του Ινστιτούτου Pew Research, αποτυπώνεται ξεκάθαρα το χάσμα πολιτών και πολιτικού συστήματος. Οι Έλληνες περιγράφουν τους πολιτικούς ως ανειλικρινείς (78%) που αδυνατούν να κατανοήσουν τις ανάγκες των πολιτών (73%) ή να εστιάσουν στα σημαντικότερα προβλήματα της χώρας (69%), που φείδονται ηθικής (68%) και που δεν διαθέτουν τα κατάλληλα προσόντα για να ανταποκριθούν στα καθήκοντά τους (63%). Οι πολίτες θεωρούν ότι το πολιτικό σύστημα χρειάζεται σημαντική ή πλήρη μεταρρύθμιση (83%) αλλά νιώθουν πως αυτό το αίτημα θα παραμείνει ανεκπλήρωτο (68%).

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, όπου η ανάγκη πολιτικής αλλαγής είναι διατυπωμένη αλλά μοιάζει ανέφικτη, η χώρα κινείται σε ένα μεταίχμιο. Τα κόμματα έχουν πάψει να λειτουργούν ως φυτώρια νέων στελεχών, οι κοινωνικές διαμαρτυρίες μένουν εφήμερες και χωρίς συλλογική εκπροσώπηση και η αναγέννηση του συστήματος –αν και επιτακτική– φαντάζει μακρινή.

Έτσι σήμερα βιώνουμε μια πραγματικότητα που εντείνει συνειδητά τις κοινωνικές ανισότητες, με την κυβέρνηση να επωφελείται διότι όσο μεγαλύτερη η ανισότητα, τόσο χαμηλότερη η συμμετοχή των πολιτών και, κατά συνέπεια, η πολιτική τους δύναμη.

Το πολιτικό σύστημα αξιοποιεί την ίδια του την ανεπάρκεια για να απομακρύνει τους ψηφοφόρους από την κάλπη, συρρικνώνοντας την εκλογική βάση καθίσταται ευκολότερη η διατήρησή του. Στη μικρότερη βάση, είναι πιο εύκολο να εμφανιστείς «αναντικατάστατος».

Για την κοινωνία, όμως, το αδιέξοδο δεν μπορεί να είναι ο μόνος ορίζοντας, έτσι είναι πιθανό στις εκλογές να πριμοδοτηθούν δυνάμεις που σήμερα δεν είναι στο οπτικό μας πεδίο, ως ένα βήμα προς τη λύτρωση.

Δημοσίευση 23/9/25, εφημερίδα ‘ΤΑ ΝΕΑ’, σελ. 12

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2025

Να επανεφεύρουμε την πολιτική

 

Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους ο Σεπτέμβριος ταυτιζόταν με την αρχή του θρησκευτικού και πολιτικού έτους. Η θρησκευτική παράδοση άντεξε στον χρόνο και την 1η Σεπτεμβρίου εορτάζεται η αρχή της ινδίκτου, δηλαδή η έναρξη του εκκλησιαστικού έτους. Ατύπως, η ίδια παράδοση φαίνεται να διατηρείται και στα πολιτικά, καθώς κάθε Σεπτέμβριο το πολιτικό σύστημα ανασυντάσσεται μετά τη θερινή ραστώνη.

Πρώτος σταθμός η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης, όπου οι πολιτικές δυνάμεις δίνουν το στίγμα τους. Η φετινή 89η Δ.Ε.Θ. συμπίπτει με τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την ίδρυση του ομώνυμου φορέα (1925). Εκτός από τον επετειακό της χαρακτήρα, είναι ίσως η πρώτη έκθεση στην οποία η κυβέρνηση έχει επενδύσει τόσο πολύ πολιτικά. Τους τελευταίους έξι μήνες, η κυβερνητική επωδός είναι πως από το βήμα της Θεσσαλονίκης θα ανακοινωθούν παροχές, υπονοώντας σταθερά ότι αυτό θα αποτελέσει την αρχή της ανάταξης της κυβερνητικής φθοράς. Παράλληλα εξελίσσεται το σχέδιο - βασική στρατηγική της παρούσας διακυβέρνησης: «βαλκανοποίησης» της χώρας (αποδυνάμωση θεσμών, στελέχωση της διοίκησης με όρους εγγύτητας, κινητοποίηση των υπηρεσιών μόνο με παρέμβαση κ.ά.), με στόχο να δημιουργηθεί στους πολίτες η αίσθηση πως η μοναδική εναλλακτική διακυβέρνησης είναι και παραμένουν η ΝΔ και ο κ. Μητσοτάκης.

Στη Θεσσαλονίκη έχει προαναγγελθεί ότι θα γίνει κουβέντα για παροχές, και όχι για θεσμικές αλλαγές ή για τα θεσμικά επιτεύγματα της εξαετούς διακυβέρνησης. Θα εξαγγελθούν ισχνά επιδόματα, με αβέβαιο χρονικό ορίζοντα απόδοσης, ώστε να καλλιεργείται στη συνείδηση των πολιτών η ιδέα πως μόνο η κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα να «δίνει και να παίρνει». Με όρους επικοινωνίας «α λα ΝΔ», που δημιουργούν δύο διακριτούς κόσμους –εκείνον «των δικών μας» και εκείνον «των άλλων» που δεν επιδιώκουν εγγύτητα με την κυβέρνηση αλλά οραματίζονται μια κανονική χώρα, όπου η λειτουργία και οι παροχές του κράτους θα είναι αδιαπραγμάτευτες για όλους– θα επιχειρηθεί να προβληθεί εικόνα πολιτικής ανάκαμψης.

Στον αντίποδα, τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα προσέλθουν στη Δ.Ε.Θ. για να παρουσιάσουν την πολιτική τους πρόταση. Εδώ βρίσκεται κατά τη γνώμη μου το κρίσιμο σημείο: να καταφέρουν να «διαβάσουν» την κοινωνία και να υπερβούν τις πολιτικές τους συνήθειες. Να μην μπουν στη διαδικασία ανταπάντησης στην παροχολογία της κυβέρνησης, αλλά να αφήσουν στην άκρη το παράπονο και την καταγγελία και να προτείνουν ώριμο πολιτικό σχέδιο για την αλλαγή και τον πραγματικό εκσυγχρονισμό της χώρας.

Σε ένα περιβάλλον βαθιάς πολιτικής απαξίωσης, που συχνά φλερτάρει με τη σήψη, η κυβέρνηση θα επιχειρήσει με τη στήριξη των φιλικών προς αυτήν μέσων ενημέρωσης να επιβάλει σχεδόν αποκλειστικά τον δικό της λόγο για να υπηρετήσει το βασικό της στόχο: την προοπτική εκλογικής ανάκαμψης και προσέγγισης του ποσοστού των ευρωεκλογών. Σε αυτή τη συνθήκη, είναι κρίσιμο η αντιπολίτευση, σύσσωμη, να αναδείξει την έντονη κοινωνική δυσαρέσκεια. Μια δυσαρέσκεια που καθιστά τη δημοκρατία μας μη συμπεριληπτική και που επιδιώκεται από την κυβέρνηση, ώστε να ωθούνται τα διαφωνούντα κοινωνικά στρώματα στην αποχή, προκειμένου να διαιωνίζει την εξουσία της.

Καθώς η ακινησία οδηγεί σε φθορά, χρειάζεται να επανεφεύρουμε την πολιτική, τη μόνη δύναμη που μπορεί να αντισταθεί στην κυβερνητική αυθαιρεσία.

 

 
Δημοσίευση: Εφημερίδα ‘ΤΑ ΝΕΑ’, 25/5/25, σ. 14